Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Arabic
Bulgarian
Chinese
Czech
Dutch
English
Estonian
French
German
Hebrew
Italian
Latvian
Lithuanian
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Serbian Latin
Spanish
Terms
for subject
Energy industry
containing
σε
|
all forms
|
exact matches only
Greek
English
άνθρακας με χαμηλή περιεκτικότητα
σε
πτητικά συστατικά
dry steam coal
άνθρακας με χαμηλή περιεκτικότητα
σε
πτητικά συστατικά
low-volatility dry steam coal
άνθρακας με χαμηλή περιεκτικότητα
σε
πτητικά συστατικά
LV dry steam coal
άνθρακας χαμηλής περιεκτικότητας
σε
πτητικά
coal with a low volatile matter content
αέριο μεταφερόμενο
σε
μεγάλη απόσταση
long-distance gas
αέριο μεταφερόμενο
σε
μεγάλη απόσταση
grid gas
ανάγκη
σε
ψύχος
refrigeration requirement
ανάγκη
σε
ψύχος
heat load
ανάγκη
σε
ψύχος
refrigeration load
ανάγκη
σε
ψύχος
refrigeration duty
ανάγκη
σε
ψύχος
cooling load
αυτόματη βαθμονόμηση φωτοβολταϊκών στοιχείων
σε
υπαίθρια εγκατάσταοη
automatic calibration in the open air of photovoltaic components
γεωτρήσεις μεγάλου βάθους
σε
ξηρά και βραχώδη πετρώματα
deep drilling in hot dry rocks
Δίκτυο ανταποκριτών ασφαλείας της ΕΕ
σε
θέματα ενέργειας
NESCO
Δίκτυο ανταποκριτών ασφαλείας της ΕΕ
σε
θέματα ενέργειας
EU Network of Energy Security Correspondents
δίοδος συναρμολογημένη
σε
σειρά
diode in cascade connection
διαχωρισμός δικτύου
σε
νησίδες
network splitting
διαχωρισμός δικτύου
σε
νησίδες
islanding
δοχείο μονωμένο
σε
κενό
vacuum insulated vessel
επιτροπή για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο - σχετικά με το ηλεκτρολογικό υλικό που χρησιμοποιείται
σε
εκρήξιμη ατμόσφαιρα
Committee for Adaptation to Technical Progress of the Directives on Electrical Equipment for Use in Potentially Explosive Atmospheres
θερμικό φορτίο
σε
κατάσταση ατυχήματος
accident condition heat stress
θερμικό φορτίο
σε
κατάσταση ατυχήματος
accident condition heat load
θερμοφυσική μέτρηση των ιδιοτήτων των καυσίμων
σε
πολύ υψηλή θερμοκρασία
thermophysical measurement of the properties of fuels at very high temperatures
καύση
σε
κυκλοφορούσα ρευστοποιημένη κλίνη
fluidised-bed circulating combustion
καύση
σε
κυκλοφορούσα ρευστοποιημένη κλίνη
circulating fluidised-bed combustion
καύσιμο με υψηλή περιεκτικότητα
σε
θείο
high sulphur industrial fuel
καύσιμο με χαμηλή περιεκτικότητα
σε
θείο
low sulphur industrial fuel
μετάβαση
σε
άλλα είδη καυσίμων
fuel switch
μονάδα παραγωγής οπτάνθρακα
σε
ορυχεία
pithead coking plant
μονάδα παραγωγής συσσωματωμάτων
σε
ορυχεία
mine-owned patent fuel plant
ολοκληρωμένη τροφοδότηση
σε
ενέργεια
total energy
ολοκληρωμένη τροφοδότηση
σε
ενέργεια
integrated energy supply
προώθηση
σε
διεθνές επίπεδο της συνεργασίας στους τομείς ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και ενεργειακής αποτελεσματικότητας
promotion at international level of cooperation in the fields of renewable energy sources and energy efficiency
Πρόγραμμα στήριξης της συνεργασίας για την ανάπτυξη των ΜΜΕ των Τρίτων Μεσο- γειακών Χωρών
σε
συνεργασία με τις ΜΜΕ και τις επαγγελματικές οργανώσεις της Ευρώπης
Programme to support cooperation for the development of SMEs in Mediterranean non-member countries, in association with European SMEs and professional bodies
σύστημα επιτήρησης με ακτίνες λέιζερ των αποθηκευμένων
σε
δεξαμενή πυρηνικών καυσίμων
monitoring by laser of nuclear fuel stored in ponds
τιμολόγιο κατανάλωσης
σε
ώρες αιχμής
peak-load tariff
χαμηλή περιεκτικότητα
σε
πτητικά συστατικά
low volatile
Get short URL