DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Energy industry containing load | all forms | exact matches only
EnglishGreek
accident condition heat loadθερμικό φορτίο σε κατάσταση ατυχήματος
auxiliaries loadισχύς φορτίου εσωτερικής κατανάλωσης
capacitive loadφορτίο χωρητικότητας
coincidental peak loadσυμπίπτων φόρτος αιχμής
cooling loadθερμικό φορτίο
cooling loadψυκτικό φορτίο
cooling loadανάγκη σε ψύχος
efficiency at part loadαπόδοση με μερικό φορτίο
heat loadθερμικό φορτίο
heat loadανάγκη σε ψύχος
heat loadψυκτικό φορτίο
latent heat loadφορτίο λανθάνουσας θερμότητας
latent heat loadθερμικό φορτίο συμπύκνωσης
load dispatchingκατανομή φορτίου
load factorσυντελεστής φόρτισης
load factorπαράγοντας φόρτισης
load factorβαθμός φόρτωσης
load-flow calculationsυπολογισμοί ροής φορτίου
load managementδιαχείριση φορτίου
load rejectionσκόπιμη διακοπή φορτίων
load rejectionμείωση φορτίου
load rejectionαπόρριψη φορτίου
load rejectionαποφόρτιση
load sheddingαποφόρτιση
load sheddingμείωση φορτίου
load sheddingαπόρριψη φορτίου
load sheddingσκόπιμη διακοπή φορτίων
load-shedding capabilityικανότης απορρίψεως φορτίου
load shedding switchδιακόπτης μείωσης ηλεκτρικού φορτίου
load throw-offμείωση φορτίου
load throw-offσκόπιμη διακοπή φορτίων
load throw-offαποφόρτιση
load throw-offαπόρριψη φορτίου
no-loadκατάσταση άνευ φορτίου
no-load conditionκατάσταση άνευ φορτίου
noncoincidental peak loadμη συμπίπτων φόρτος αιχμής
peak-load gasαέριο εφεδρείας
peak-load gasαέριο αιχμής
peak-load hoursώρες αιχμής
peak load power stationσταθμός αιχμής
peak load power stationμονάδα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας αιχμής
peak load pumpαντλία αιχμής
peak load setμονάδα αιχμής
peak-load tariffτιμολόγιο κατανάλωσης σε ώρες αιχμής
peak-load tariffτιμολόγιο περιόδου αιχμής
power station internal loadισχύς φορτίου εσωτερικής κατανάλωσης
power-regulation coefficient of loadσυντελεστής αυτορύθμισης φορτίου
refrigeration loadανάγκη σε ψύχος
refrigeration loadθερμικό φορτίο
refrigeration loadψυκτικό φορτίο
station service loadισχύς φορτίου εσωτερικής κατανάλωσης