DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Mechanic engineering containing υποδοχέας | all forms
GreekGerman
πλευστός στεγανοποιημένος υποδοχέας με δύο πέλματαschwimmende gekapselte-zweilappige Steckdose
πόδι-υποδοχέαςStänderfuß
υποδοχέας ακινητοποίησηςHaltnocken
υποδοχέας ασφάλισης διεύθυνσηςVerriegelungsgehäuse
υποδοχέας βύσματοςBananenstecker Buchse
υποδοχέας βύσματος ή πείρου αναστολήςRast
υποδοχέας βύσματος ή πείρου αναστολήςSchlitz
υποδοχέας βύσματος ή πείρου αναστολήςRaste
υποδοχέας βύσματος ή πείρου αναστολήςKerbe
υποδοχέας βύσματος ή πείρου αναστολήςEinschnitt
υποδοχέας πλήμνηςNabengabel
υποδοχέας σύνδεσηςBefestiger-Aufnahmevertiefung
υποδοχέας φίλτρουFilterschale
υποδοχέας ψηκτρών εναλλάκτηWechselstromgeneratorbürstenhalter