DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Mechanic engineering containing συμπίεση | all forms
GreekEnglish
αεροσυμπιεστής με διπλή συμπίεσηdouble-acting compressor
ανάφλεξη με συμπίεσηcompression ignition
αντλία θερμότητας με ηλεκτρική συμπίεσηelectric compression heat pump
αντλία θερμότητας με μηχανική συμπίεση ατμούvapour-compression heat pump
κινητήρας ανάφλεξης με συμπίεσηdiesel engine
κινητήρας ανάφλεξης με συμπίεσηcompression ignition engine
κινητήρας στον οποίο η ανάφλεξη γίνεται με συμπίεσηdiesel engine
κινητήρας στον οποίο η ανάφλεξη γίνεται με συμπίεσηcompression ignition engine
πιεστήριοπρέσακαχλιοποίας που εργάζεται με συμπίεση εν θερμώbolt-forging machine working by hot-extrusion
πιεστήριοπρέσακοχλιοποιίας που εργάζεται με συμπίεση εν ψυχρώbolt-forging machine working by cold-upsetting