DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Mechanic engineering containing στοιχείο | all forms
GreekGerman
αυλακωτό στοιχείοbewegliches Schlitzglied
αυλακωτό στοιχείοSchleife
αυλακωτό στοιχείοKurbelschleife
αυλακωτό στοιχείοKulisse
αυτοκαθαριζόμενο διηθητικό στοιχείο φίλτρουselbstreinigendes Element
αυτοκαθαριζόμενο στοιχείοselbstreinigendes Element
δευτερεύον στοιχείο φρένουablaufende Bremsbacke
ετεροκινούμενο στοιχείοmitgenommenes Teil
ημιεγκάρσιο στοιχείο σκελετούHalbträger
θερμοευαίσθητο στοιχείοwaermeempfindliches Element
κατασκευαστικό στοιχείοKonstruktionsteil
κινούμενο στοιχείοmitgenommenes Teil
λυγισμένο διακοσμητικό στοιχείοumgebogene Verzierung
μανομετρικό στοιχείοdruckempfindliches Element
μηχανικό στοιχείοMaschinenelement
μηχανικό στοιχείοallgemeines Maschinenelement
μηχανικό στοιχείοBauelement
μηχανικό στοιχείο προσαρμοσμένο στην ποδιά του αμαξώματοςmechanischer Teil am Unterbau
προτεταμένο στοιχείοFederglied
πρωτεύον στοιχείο φρένουauflaufende Bremsbacke
στοιχείο αλυσίδαςKettenglied
στοιχείο ανάρτησηςAufhaengungsteil
στοιχείο αντιβάρουGegengewichtsstein
στοιχείο αντλίαςPumpenelement
στοιχείο μετάδοσης κίνησηςKraftübertragungselement
στοιχείο ολίσθησηςSchieber
στοιχείο ολίσθησηςStein
στοιχείο ολίσθησηςGleitstein
στοιχείο ολίσθησηςGleitklotz,Gleitstück mit Drehgelenk
στοιχείο πλέγματος στον πυρήνα αντιδραστήραKern-Einheitszelle
στοιχείο πρόσδεσηςBefestigungsteil
στοιχείο πρόσδεσηςBefestigungsstueck
στοιχείο συλλέκτηUnterbrecher
στοιχείο φίλτρου αέρα υγρής μεμβράνηςNassfilterelement
στοιχείο χειρισμούStellvorrichtung
στοιχείο χειρισμούBedienungsteil
στοιχείο χειρισμούBedienteil
στοιχείο χειρισμούBedienungselement
στοιχείο χειρισμούBedienelement
συνεχές στοιχείο αισθητήραMessfühler
σωληνοειδές στοιχείοRohrteil
φίλτρο με αφαιρετό στοιχείοAustauschfilter