DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Mechanic engineering containing εσωτερικός | all forms
GreekEnglish
εσωτερικός βαθμός απόδοσηςindicated efficiency
εσωτερικός δακτύλιοςinternal ring
εσωτερικός δακτύλιοςinternal race
εσωτερικός δακτύλιοςinner shroud
εσωτερικός δακτύλιος εδράνου κυλίσεωςinner bearing race
εσωτερικός καθαρισμός στροβιλοκινητήρα με περιστροφή χωρίς ανάφλεξηmotoring
εσωτερικός καθαρισμός στροβιλοκινητήρα με περιστροφή χωρίς ανάφλεξηcranking
εσωτερικός κύκλος του δακτυλιοειδούςinner circle of the toroid
εσωτερικός κώνος ατράκτουspindle taper
εσωτερικός κώνος εξαγωγήςexhaust unit inner cone
εσωτερικός κώνος της μύτης της ατράκτουtaper hole in the spindle
εσωτερικός κώνος της μύτης της ατράκτουtaper for machine tool spindles
εσωτερικός σπειροτόμοςinternal screw cutting tool
εσωτερικός συμπληρωματικός κώνοςinner cone
κινούμενος εσωτερικός περιμετρικός οδοντοτροχός πλανητικού μειωτήρα στροφώνfirst stage sun gear
σταθερός εσωτερικός περιμετρικός οδοντοτροχός πλανητικού μειωτήρα στροφώνfixed ring gear