Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Chinese
Danish
Dutch
English
French
German
Italian
Portuguese
Russian
Spanish
Terms
for subject
Mechanic engineering
containing
εσωτερικός
|
all forms
Greek
English
εσωτερικός
βαθμός απόδοσης
indicated efficiency
εσωτερικός
δακτύλιος
internal ring
εσωτερικός
δακτύλιος
internal race
εσωτερικός
δακτύλιος
inner shroud
εσωτερικός
δακτύλιος εδράνου κυλίσεως
inner bearing race
εσωτερικός
καθαρισμός στροβιλοκινητήρα με περιστροφή χωρίς ανάφλεξη
motoring
εσωτερικός
καθαρισμός στροβιλοκινητήρα με περιστροφή χωρίς ανάφλεξη
cranking
εσωτερικός
κύκλος του δακτυλιοειδούς
inner circle of the toroid
εσωτερικός
κώνος ατράκτου
spindle taper
εσωτερικός
κώνος εξαγωγής
exhaust unit inner cone
εσωτερικός
κώνος της μύτης της ατράκτου
taper hole in the spindle
εσωτερικός
κώνος της μύτης της ατράκτου
taper for machine tool spindles
εσωτερικός
σπειροτόμος
internal screw cutting tool
εσωτερικός
συμπληρωματικός κώνος
inner cone
κινούμενος
εσωτερικός
περιμετρικός οδοντοτροχός πλανητικού μειωτήρα στροφών
first stage sun gear
σταθερός
εσωτερικός
περιμετρικός οδοντοτροχός πλανητικού μειωτήρα στροφών
fixed ring gear
Get short URL