DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Mechanic engineering containing αντίσταση | all forms
GreekGerman
άμεση αντίστασηMitwiderstand
αντίσταση μειώσεως του ηλεκτρικού ρεύματος πεδήσεωςBremsstrom-Sparwiderstand
αντίσταση μηδενικής φασικής ακολουθίαςNullwiderstand
αντίστροφη αντίστασηInverswiderstand
αντίστροφη σύνθετη αντίστασηInvers-Impedanz
ασύγχρονη αντίστασηAsynchronwiderstand
ασύγχρονη σύνθετη αντίστασηAsynchron-Impedanz
εκκίνηση με αντίσταση στον δρομέαAnlauf über Widerstände im Läufer
εκκίνηση με αντίσταση στον στάτηAnlauf über Widerstände im Ständer
εκκινητής με σύνθετη αντίστασηWiderstansanlasser
θερμική αντίστασηWarmfestigkeit
κινητήρας με βοηθητικό τύλιγμα και αντίσταση εκκίνησηςEinphasenmotor mit Hilfswicklung und Widerstand
κρίσιμη αντίσταση ανάπτυξηςkritischer Selbsterregungswiderstand
μηχανική αντίσταση στην κάμψη και στη θλίψηmechanische Biege-und Druckfestigkeit
πτώση τάσης στη σύνθετη αντίστασηinnerer Spannungsabfall
ρυθμιζομένη αντίστασηeinstellbarer Widerstand
σωληνωτή αντίστασηRoehrenwiderstand
σύγχρονη σύνθετη αντίστασηSynchronimpedanz
σύνθετη αντίσταση αρνητικής φυσικής ακολουθίαςInvers-Impedanz
σύνθετη αντίσταση μηδενικής φασικής ακολουθίαςNullimpedanz