Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Afrikaans
Arabic
Bulgarian
Catalan
Chinese
Chinese Taiwan
Chinese simplified
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Esperanto
Estonian
Finnish
French
Galician
German
Greek
Hungarian
Italian
Japanese
Korean
Latin
Maltese
Norwegian Bokmål
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Scottish Gaelic
Serbian Latin
Spanish
Swedish
Ukrainian
Uzbek
Terms
for subject
Mechanic engineering
containing
part
|
all forms
|
exact matches only
English
Greek
active
part
χιτώνιο
assembly
part
τοποθετήσιμο εξάρτημα
assy
part
τοποθετήσιμο εξάρτημα
attaching
part
εξάρτημα στερέωσης
attachment
part
τεμάχιο πρόσδεσης
attachment
part
στοιχείο πρόσδεσης
blanking
part
εξάρτημα έμφραξης
cancelled
part
καταργημένο εξάρτημα
cantilever
part
εξάρτημα σε πρόβολο
common
part
κοινό εξάρτημα
component
part
συστατικό μέρος
connecting
part
εξάρτημα σύνδεσης
deleted
part
καταργημένο εξάρτημα
detail
part
πρωτογενές εξάρτημα
detail
part
απλό εξάρτημα
detail
part
στοιχειώδες εξάρτημα
detail
part
μονοκόμματο εξάρτημα
dummy
part
ομοίωμα εξαρτήματος
dye vat for spare
parts
εγκατάσταση καθαρισμού των αποσυναρμολογημένων εξαρτημάτων
eight
part
reeving
πολύσπαστο οκτώ κλώνων
eight
part
reeving
βαρούλκο οκτώ κεφαλών
exposed conductive
part
ηλεκτρικός αγωγός υπό τάση
fastening
part
εξάρτημα στερέωσης
female
part
θηλυκό εξάρτημα
flat
part
επίπεδο εξάρτημα
four
part
reeving
πολύσπαστο τεσσάρων κλώνων
four
part
reeving
βαρούλκο τεσσάρων κεφαλών
handed
part
συμμετρικό εξάρτημα
installation for cleansing spare
parts
εγκατάσταση καθαρισμού των αποσυναρμολογημένων εξαρτημάτων
load-bearing
part
of bodywork
φέρον μέρος αμαξώματος
locking
part
εξάρτημα ακινητοποίησης
lower
part
of bearing
κατώτερο τμήμα εδράνου
machinable
part
μηχανοκατεργάσιμο εξάρτημα
machine
part
μηχανικό όργανο
machine
part
μηχανικό κομμάτι
male
part
αρσενικό εξάρτημα
modified
part
τροποποιημένο εξάρτημα
movable
part
κινητό εξάρτημα
moving
part
κινητό εξάρτημα
one
part
traction sheave
μονοκόμματη τροχαλία κινήσεως
over and under tolerance
parts
εξαρτήματα μέσα και έξω από τις ανοχές
over and under tolerance
parts
εξαρτήματα εντός και εκτός ανοχών
part
inset in the bumper
εξάρτημα προσαρμοσμένο μέσα στον προφυλακτήρα
part
mounted on the bumper
εξάρτημα του προφυλακτήρα
part
off tool
εργαλείο τόρνευσης εγκοπών και απότμησης
part
-winding starting
εκκίνηση μερικού τυλίγματος
partial
part
μερικό εξάρτημα
parts
list
κατάλογος εξαρτημάτων
primary
part
πρωτογενές εξάρτημα
reclaimed
part
ανακτημένο εξάρτημα
reinforcement
part
εξάρτημα ενίσχυσης
rejected
part
απόβλητο εξάρτημα
scrapped
part
απορριμμένο εξάρτημα
sealing
part
εξάρτημα στεγανοποίησης
separate
part
χωριστό εξάρτημα
set
part
εξάρτημα συγκροτήματος
sharp-edge
part
αιχμηρό άκρο
shear
part
εύτηκτο εξάρτημα
shouldered
part
εξάρτημα με πέλματα
spare
parts
list
κατάλογος ανταλλακτικών
structural
part
φέρον εξάρτημα
structural
part
κατασκευαστικό στοιχείο
structural
part
εξάρτημα δομής
structural
part
δομικό εξάρτημα
T-
part
εξάρτημα σχήματος Τ
tightening
part
εξάρτημα σύσφιγξης
turbo-blower
part
συμπιεστής-στρόβιλος στροβιλοαντιδραστήρα
turbo-compressor
part
of a turbo-jet engine
συμπιεστής-στρόβιλος στροβιλοαντιδραστήρα
two
part
reeving
πολύσπαστο δύο κλώνων
two
part
reeving
βαρούλκο δύο κεφαλών
unusable
part
εξάρτημα μη χρησιμοποιήσιμο
unused
part
εξάρτημα αχρησιμοποίητο
upper
part
of bearing
άνω μέρος εδράνου
usable
part
εύχρηστο εξάρτημα
used
part
χρησιμοποιημένο εξάρτημα
warped
part
στρεβλωμένο εξάρτημα
wearing
part
φθειρόμενο τεμάχιο
wearing
part
τριβόμενο τεμάχια
wear-out
part
φθαρμένο εξάρτημα
wear-out
part
εξάρτημα με μικρό υπόλοιπο
welded
part
συγκολλημένο εξάρτημα
workhorse
part
εξάρτημα γενικής χρήσης
worn
part
φθαρμένο εξάρτημα
Get short URL