DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Mechanic engineering containing part | all forms | exact matches only
EnglishGreek
active partχιτώνιο
assembly partτοποθετήσιμο εξάρτημα
assy partτοποθετήσιμο εξάρτημα
attaching partεξάρτημα στερέωσης
attachment partτεμάχιο πρόσδεσης
attachment partστοιχείο πρόσδεσης
blanking partεξάρτημα έμφραξης
cancelled partκαταργημένο εξάρτημα
cantilever partεξάρτημα σε πρόβολο
common partκοινό εξάρτημα
component partσυστατικό μέρος
connecting partεξάρτημα σύνδεσης
deleted partκαταργημένο εξάρτημα
detail partπρωτογενές εξάρτημα
detail partαπλό εξάρτημα
detail partστοιχειώδες εξάρτημα
detail partμονοκόμματο εξάρτημα
dummy partομοίωμα εξαρτήματος
dye vat for spare partsεγκατάσταση καθαρισμού των αποσυναρμολογημένων εξαρτημάτων
eight part reevingπολύσπαστο οκτώ κλώνων
eight part reevingβαρούλκο οκτώ κεφαλών
exposed conductive partηλεκτρικός αγωγός υπό τάση
fastening partεξάρτημα στερέωσης
female partθηλυκό εξάρτημα
flat partεπίπεδο εξάρτημα
four part reevingπολύσπαστο τεσσάρων κλώνων
four part reevingβαρούλκο τεσσάρων κεφαλών
handed partσυμμετρικό εξάρτημα
installation for cleansing spare partsεγκατάσταση καθαρισμού των αποσυναρμολογημένων εξαρτημάτων
load-bearing part of bodyworkφέρον μέρος αμαξώματος
locking partεξάρτημα ακινητοποίησης
lower part of bearingκατώτερο τμήμα εδράνου
machinable partμηχανοκατεργάσιμο εξάρτημα
machine partμηχανικό όργανο
machine partμηχανικό κομμάτι
male partαρσενικό εξάρτημα
modified partτροποποιημένο εξάρτημα
movable partκινητό εξάρτημα
moving partκινητό εξάρτημα
one part traction sheaveμονοκόμματη τροχαλία κινήσεως
over and under tolerance partsεξαρτήματα μέσα και έξω από τις ανοχές
over and under tolerance partsεξαρτήματα εντός και εκτός ανοχών
part inset in the bumperεξάρτημα προσαρμοσμένο μέσα στον προφυλακτήρα
part mounted on the bumperεξάρτημα του προφυλακτήρα
part off toolεργαλείο τόρνευσης εγκοπών και απότμησης
part-winding startingεκκίνηση μερικού τυλίγματος
partial partμερικό εξάρτημα
parts listκατάλογος εξαρτημάτων
primary partπρωτογενές εξάρτημα
reclaimed partανακτημένο εξάρτημα
reinforcement partεξάρτημα ενίσχυσης
rejected partαπόβλητο εξάρτημα
scrapped partαπορριμμένο εξάρτημα
sealing partεξάρτημα στεγανοποίησης
separate partχωριστό εξάρτημα
set partεξάρτημα συγκροτήματος
sharp-edge partαιχμηρό άκρο
shear partεύτηκτο εξάρτημα
shouldered partεξάρτημα με πέλματα
spare parts listκατάλογος ανταλλακτικών
structural partφέρον εξάρτημα
structural partκατασκευαστικό στοιχείο
structural partεξάρτημα δομής
structural partδομικό εξάρτημα
T-partεξάρτημα σχήματος Τ
tightening partεξάρτημα σύσφιγξης
turbo-blower partσυμπιεστής-στρόβιλος στροβιλοαντιδραστήρα
turbo-compressor part of a turbo-jet engineσυμπιεστής-στρόβιλος στροβιλοαντιδραστήρα
two part reevingπολύσπαστο δύο κλώνων
two part reevingβαρούλκο δύο κεφαλών
unusable partεξάρτημα μη χρησιμοποιήσιμο
unused partεξάρτημα αχρησιμοποίητο
upper part of bearingάνω μέρος εδράνου
usable partεύχρηστο εξάρτημα
used partχρησιμοποιημένο εξάρτημα
warped partστρεβλωμένο εξάρτημα
wearing partφθειρόμενο τεμάχιο
wearing partτριβόμενο τεμάχια
wear-out partφθαρμένο εξάρτημα
wear-out partεξάρτημα με μικρό υπόλοιπο
welded partσυγκολλημένο εξάρτημα
workhorse partεξάρτημα γενικής χρήσης
worn partφθαρμένο εξάρτημα