DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Mechanic engineering containing interrupted | all forms | exact matches only
EnglishGreek
interrupted cutασυνεχής κοπή
interrupted cuttingασυνεχής κοπή
interrupted drive transmissionασυνεχής μετάδοση
interrupted speed transmissionβηματική μεταβολή ταχύτητας
interrupted speed transmissionασυνεχής μεταβολή ταχύτητας
interrupted thread tapσπειροτόμος με διακοπτόμενη έλικα,επί της οποίας είναι διαταγμένοι οι κοπτικοί οδόντες
tap with interrupted teethσπειροτόμος με διακοπτόμενη έλικα,επί της οποίας είναι διαταγμένοι οι κοπτικοί οδόντες