DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Mechanic engineering containing electro | all forms | exact matches only
EnglishGreek
electro-hydraulic elevatorηλεκτρο-υδραυλικός ανελκυστήρας φορτίων
electro-hydraulic elevatorηλεκτρο-υδραυλικός ανελκυστήρας προσώπων
electro-hydraulic liftηλεκτρο-υδραυλικός ανελκυστήρας φορτίων
electro-hydraulic liftηλεκτρο-υδραυλικός ανελκυστήρας προσώπων
electro-hydraulic servo-valveηλεκτροϋδραυλική σερβοβαλβίδα
electro-magnetic chuckδίσκος ηλεκτρομαγνητικής διάταξης συγκράτησης
electro-magnetic clutchηλεκτρομαγνητικός συμπλέκτης
electro-magnetic floor switchηλεκτρο-μαγνητικός διακόπτης ορόφου
electro-magnetic lockingηλεκτρομαγνητικό μπλοκάρισμα
electro-magnetic lockingηλεκτρομαγνητική ακινητοποίηση
electro-magnetic pumpηλεκτρομαγνητική αντλία
electro-magnetic water purifierηλεκτρομαγνητική συσκευή καθαρισμού νερού
electro-magnetic water purifierαντιασβεστολιθική συσκευή καθαρισμού νερού
electro-magnetical brakeηλεκτρομαγνητικό φρένο
electro-magnetical brakeηλεκτρομαγνητική πέδη
electro-mechanical actuating deviceηλεκτρομαγνητική συσκευή ενεργοποιήσεως
electro-mechanical lockηλεκτρομηχανική κλειδαριά
electro-pneumatic controlχειρισμός που πραγματοποιείται με ηλεκτρικό ρεύμα και με πίεση ρευστού
electro-pneumatic controlηλεκτροπνευματικός έλεγχος
electro-pneumatic controlηλεκτροπνευματικός χειρισμός
electro-pneumatic valveηλεκτροβαλβίδα
electro-pump accumulatorσυσσωρευτής ηλεκτρικής αντλίας
electro-thermic applianceηλεκτροθερμική συσκευή