Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Arabic
Bulgarian
Chinese
Czech
English
Esperanto
French
German
Greek
Hebrew
Hungarian
Italian
Japanese
Polish
Romanian
Russian
Scottish Gaelic
Serbian Latin
Slovene
Spanish
Swedish
Ukrainian
Uzbek
Terms
for subject
Mechanic engineering
containing
dual
|
all forms
|
exact matches only
English
Greek
dual
acting
χειριστήριο διπλής δράσης
dual
acting
χειριστήριο διπλής λειτουργίας
dual
acting
διπλός έλεγχος
dual
-arm bell crank
διπλός γωνιομοχλός
dual
-arm bell crank
γωνιομοχλός δύο βραχιόνων
dual
carburation
διπλή εξαερίωση
dual
clutch disc
συμπλέκτης δύο πλακών
dual
clutch disc
συμπλέκτης διπλού πλατό
dual
control
χειριστήριο διπλής δράσης
dual
control
χειριστήριο διπλής λειτουργίας
dual
control clutch
συμπλέκτης διπλής ενέργειας
dual
control clutch
συμπλέκτης διπλής κατεύθυνσης
dual
control clutch
συμπλέκτης διπλής φοράς περιστροφής
dual
duct air conditioning system
διπλοκάναλο σύστημα κλιματισμού
dual
envelope
διπλό περίγραμμα
dual
fluid intensifier
πολλαπλασιαστής πιέσεως διαφορετικών ρευστών
dual
gear
δίδυμος οδοντοτροχός
dual
gear
διπλός οδοντοτροχός
dual
generator
διπλή γεννήτρια
dual
ignition
διπλή ανάφλεξη
dual
lever
διπλός μοχλός
dual
plate clutch
συμπλέκτης με δύο δίσκους
dual
plate clutch
συμπλέκτης δύο δίσκων
dual
pressure controller
πρεσσοστάτης συνδεδεμένος στην υψηλή και χαμηλή πίεση
dual
pump
δίδυμη αντλία
dual
ratio axle
άξονας διπλής μείωσης
dual
rod
διπλή ράβδος
dual
steering
σύστημα διπλής οδήγησης
dual
tensile rope
συρματόσχοινο διπλής αντιστάσεως
dual
wheels
διπλοί τροχοί
dual
wheels
δίδυμοι τροχοί
Get short URL