DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Mechanic engineering containing dual | all forms | exact matches only
EnglishGreek
dual actingχειριστήριο διπλής δράσης
dual actingχειριστήριο διπλής λειτουργίας
dual actingδιπλός έλεγχος
dual-arm bell crankδιπλός γωνιομοχλός
dual-arm bell crankγωνιομοχλός δύο βραχιόνων
dual carburationδιπλή εξαερίωση
dual clutch discσυμπλέκτης δύο πλακών
dual clutch discσυμπλέκτης διπλού πλατό
dual controlχειριστήριο διπλής δράσης
dual controlχειριστήριο διπλής λειτουργίας
dual control clutchσυμπλέκτης διπλής ενέργειας
dual control clutchσυμπλέκτης διπλής κατεύθυνσης
dual control clutchσυμπλέκτης διπλής φοράς περιστροφής
dual duct air conditioning systemδιπλοκάναλο σύστημα κλιματισμού
dual envelopeδιπλό περίγραμμα
dual fluid intensifierπολλαπλασιαστής πιέσεως διαφορετικών ρευστών
dual gearδίδυμος οδοντοτροχός
dual gearδιπλός οδοντοτροχός
dual generatorδιπλή γεννήτρια
dual ignitionδιπλή ανάφλεξη
dual leverδιπλός μοχλός
dual plate clutchσυμπλέκτης με δύο δίσκους
dual plate clutchσυμπλέκτης δύο δίσκων
dual pressure controllerπρεσσοστάτης συνδεδεμένος στην υψηλή και χαμηλή πίεση
dual pumpδίδυμη αντλία
dual ratio axleάξονας διπλής μείωσης
dual rodδιπλή ράβδος
dual steeringσύστημα διπλής οδήγησης
dual tensile ropeσυρματόσχοινο διπλής αντιστάσεως
dual wheelsδιπλοί τροχοί
dual wheelsδίδυμοι τροχοί