DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Mechanic engineering containing Operator | all forms | exact matches only
EnglishGreek
door operatorμηχανισμός κινήσεως αυτόματης πόρτας
door operator motorκινητήρας λειτουργίας της πόρτας
door operator motorκινητήρας μηχανισμού κινήσεως αυτόματης πόρτας
housing operatorχειριστής
housing operatorελεγκτής
motor-operatorμηχανοδηγός
operator's control platformπλατφόρμα χειρισμού
operator's handbookβιβλίο χειρισμού
operator's handbookεγχειρίδιο οδηγιών χειρισμού
operator's handbookβιβλίο χειριστή
operator's handbookβιβλίο οδηγιών
pneumatic operatorπνευματικός μηχανισμός μεταδόσεως κινήσεως
to provide normal cooling without any operator action or reliance on outside powerεξασφάλιση κανονικής ψύξεως χωρίς παρέμβαση του χειριστού ή εξάρτηση από εξωτερικά παρεχόμενη ισχύ
roller for ride-on operatorοδοστρωτήρας με επιβαίνοντα χειριστή