DictionaryForumContacts

   Spanish
Terms for subject Mechanic engineering containing 1 | all forms
SpanishGreek
control de supervisión de grupo con 1 cabinaειδικά προγράμματα διακυβερνήσεως συνεργαζομένης ομάδας ανελκυστήρων σύμφωνα με την κίνηση επιβατών
dispositivo de activación diferencial p2-p1διάταξη ελέγχου εκκίνησης με βάση τη διαφορική πίεση p2-p1
doble suspensión 2:1έμμεση ανάρτηση
1-junta hidráulicaυδραυλική στεγάνωσις,ή υδραυλικός στεγανωτήρ
manguito portante nº1χιτώνιο εμπρόσθιου εδράνου
manguito portante nº1χιτώνιο εδράνου Νο.1