Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Danish
Dutch
English
Estonian
French
Italian
Lithuanian
Portuguese
Spanish
Terms
for subject
Transport
containing
τερματικός
|
all forms
Greek
English
εναλλακτικός
τερματικός
σταθμός
terminal alternate
λιμενικός
τερματικός
σταθμός
port terminal
παραλιμένιος
τερματικός
σταθμός
dry port
σταθμός
τερματικός
terminus station
σταθμός
τερματικός
terminal depot
σταθμός
τερματικός
rail head
τερματικός
εμπορευματικός σταθμός
freight terminal
τερματικός
εναέριος χώρος
terminal airspace
τερματικός
ζευκτήρας
end coupler
τερματικός
μεταφόρτωσης
terminal intermodal
τερματικός
μετεπιβίβασης
terminal intermodal
τερματικός
νομέας
end rib
τερματικός
παγκατευθυντήριος σταθμός πολύ υψηλής συχνότητας
terminal very-high-frequency omnidirectional range station
τερματικός
σιδηρoδρoμικός εμπoρευματικός σταθμός
freight terminal
τερματικός
σιδηρoδρoμικός εμπoρευματικός σταθμός
goods depot
τερματικός
σιδηρoδρoμικός εμπoρευματικός σταθμός
goods station
τερματικός
σιδηρoδρoμικός εμπoρευματικός σταθμός
freight area
τερματικός
σιδηρoδρoμικός σταθμός εμπoρευμάτωv
freight terminal
τερματικός
σιδηρoδρoμικός σταθμός εμπoρευμάτωv
goods station
τερματικός
σιδηρoδρoμικός σταθμός εμπoρευμάτωv
goods depot
τερματικός
σιδηρoδρoμικός σταθμός εμπoρευμάτωv
freight area
τερματικός
σταθμός
terminus
τερματικός
σταθμός
stub terminal
τερματικός
σταθμός
terminating station
τερματικός
σταθμός
dead-end station
τερματικός
σταθμός ή σταθμός διαλογής
marshalling yard
τερματικός
σταθμός Ε/Κ
container terminal
τερματικός
σταθμός εμπορευμάτων
freight terminal
τερματικός
σταθμός εμπορευματοκιβωτίων
container terminal
τερματικός
σταθμός επιβατών
passenger terminal
τερματικός
σταθμός μακρυά από τις ακτές
off-shore installation
τερματικός
σταθμός μεταφοράς φορτίου
freight terminal
τερματικός
σταθμός πέρα από τις ακτές
off-shore installation
τερματικός
σύνδεσμος
end coupler
υπεράκτιος
τερματικός
σταθμός
off-shore installation
Get short URL