Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Danish
Dutch
English
French
German
Italian
Portuguese
Spanish
Terms
for subject
Transport
containing
μονάδα κυκλοφορίας
|
all forms
|
in specified order only
Greek
English
κεντρική μονάδα ρύθμισης της κυκλοφορίας
central flow management unit
κεντρική μονάδα ρύθμισης της κυκλοφορίας
Central Air Traffic Flow Management Unit
μονάδα διαχείρισης ροής της εναέριας κυκλοφορίας
air traffic flow management unit
μονάδα ελέγχου εναέριας κυκλοφορίας
air traffic control unit
μονάδα ελέγχου εναέριας κυκλοφορίας
ATC unit
μονάδα εξυπηρέτησης εναέριας κυκλοφορίας
air traffic services unit
μονάδα εξυπηρέτησης εναέριας κυκλοφορίας
ATS unit
μονάδα κυκλοφορίας
traffic unit
μονάδα παροχής υπηρεσιών εναέριας κυκλοφορίας
air traffic services unit
μονάδα παροχής υπηρεσιών εναέριας κυκλοφορίας
ATS unit
Get short URL