DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Transport containing αποσβεστήρας | all forms
GreekGerman
αποσβεστήρας ελαίουÖldämpfer
αποσβεστήρας θορύβουSchalldämpfer
αποσβεστήρας θορύβουGeräuschdämpfer
αποσβεστήρας καθίσματος χειριστή ελικοπτέρουPilotensitzdämpfer
αποσβεστήρας κοσκινίσματοςFlatterdämpfer
αποσβεστήρας κραδασμώνSchwingungsdämpfer
αποσβεστήρας κραδασμώνStabilisator
αποσβεστήρας κραδασμώνDämpfungsvorrichtung
αποσβεστήρας κρούσεωνStoßdämpfer
αποσβεστήρας κρούσεωνDämpfungsvorrichtung
αποσβεστήρας κρούσεωνPuffer
αποσβεστήρας κρούσεων ελατηριωτού τύπουFederstoßdämpfer
αποσβεστήρας κρούσεων μακράς διαδρομήςLanghubstoßdämpfer
αποσβεστήρας κύριου σκέλουςHauptfahrwerkfederbein
αποσβεστήρας με ελατήριοFederstoßdämpfer
αποσβεστήρας πέδιλουGleitschuhdämpfer
αποσβεστήρας πτερυγίουSchwenkdämpfer
αποσβεστήρας ριναίου σκέλουςBugfahrwerkfederbein
αποσβεστήρας σκέλουςStoßdämpfer
αποσβεστήρας σκέλουςFahrwerkfederbein
αποσβεστήρας συστήματος προσγείωσηςFederstrebe
αποσβεστήρας συστήματος προσγείωσηςFederbein
αποσβεστήρας ταλαντώσεωνStabilisator
αποσβεστήρας τριβήςReibungsdämpfer
βοηθητικός αποσβεστήραςHilfsfederbein
βοηθητικός αποσβεστήρας κρούσεωνHilfsfederbein
κατευθυνόμενος αποσβεστήραςschwenkbarer Dämpfer
κύλινδρος αποσβεστήρα κρούσεωνFederbeinzylinder
κύριος αποσβεστήραςHauptfederbein
πνευματοϋδραυλικός αποσβεστήρας κρούσεωνÖl-Luftdruckstoßdämpfer
συμπίεση αποσβεστήρα κρούσεων σκέλους προσγείωσηςEinfedern des Fahrwerks
τηλεσκοπικός αποσβεστήρας κραδασμώνteleskopischer Stoßdämpfer
υδραυλικός αποσβεστήραςFlüssigkeitsdämpfer
υδραυλικός αποσβεστήρας κραδασμώνhydraulischer Stoßdämpfer
υδραυλικός αποσβεστήρας κραδασμώνÖl-Luft-Federbein
υδροπνευματικός αποσβεστήρας κρούσεων σκέλους προσγείωσηςÖlfederbein