Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Bulgarian
Croatian
Danish
Dutch
English
Estonian
French
German
Italian
Latvian
Portuguese
Spanish
Terms
for subject
Transport
containing
αποσβεστήρας
|
all forms
Greek
German
αποσβεστήρας
ελαίου
Öldämpfer
αποσβεστήρας
θορύβου
Schalldämpfer
αποσβεστήρας
θορύβου
Geräuschdämpfer
αποσβεστήρας
καθίσματος χειριστή ελικοπτέρου
Pilotensitzdämpfer
αποσβεστήρας
κοσκινίσματος
Flatterdämpfer
αποσβεστήρας
κραδασμών
Schwingungsdämpfer
αποσβεστήρας
κραδασμών
Stabilisator
αποσβεστήρας
κραδασμών
Dämpfungsvorrichtung
αποσβεστήρας
κρούσεων
Stoßdämpfer
αποσβεστήρας
κρούσεων
Dämpfungsvorrichtung
αποσβεστήρας
κρούσεων
Puffer
αποσβεστήρας
κρούσεων ελατηριωτού τύπου
Federstoßdämpfer
αποσβεστήρας
κρούσεων μακράς διαδρομής
Langhubstoßdämpfer
αποσβεστήρας
κύριου σκέλους
Hauptfahrwerkfederbein
αποσβεστήρας
με ελατήριο
Federstoßdämpfer
αποσβεστήρας
πέδιλου
Gleitschuhdämpfer
αποσβεστήρας
πτερυγίου
Schwenkdämpfer
αποσβεστήρας
ριναίου σκέλους
Bugfahrwerkfederbein
αποσβεστήρας
σκέλους
Stoßdämpfer
αποσβεστήρας
σκέλους
Fahrwerkfederbein
αποσβεστήρας
συστήματος προσγείωσης
Federstrebe
αποσβεστήρας
συστήματος προσγείωσης
Federbein
αποσβεστήρας
ταλαντώσεων
Stabilisator
αποσβεστήρας
τριβής
Reibungsdämpfer
βοηθητικός
αποσβεστήρας
Hilfsfederbein
βοηθητικός
αποσβεστήρας
κρούσεων
Hilfsfederbein
κατευθυνόμενος
αποσβεστήρας
schwenkbarer Dämpfer
κύλινδρος
αποσβεστήρα
κρούσεων
Federbeinzylinder
κύριος
αποσβεστήρας
Hauptfederbein
πνευματοϋδραυλικός
αποσβεστήρας
κρούσεων
Öl-Luftdruckstoßdämpfer
συμπίεση
αποσβεστήρα
κρούσεων σκέλους προσγείωσης
Einfedern des Fahrwerks
τηλεσκοπικός
αποσβεστήρας
κραδασμών
teleskopischer Stoßdämpfer
υδραυλικός
αποσβεστήρας
Flüssigkeitsdämpfer
υδραυλικός
αποσβεστήρας
κραδασμών
hydraulischer Stoßdämpfer
υδραυλικός
αποσβεστήρας
κραδασμών
Öl-Luft-Federbein
υδροπνευματικός
αποσβεστήρας
κρούσεων σκέλους προσγείωσης
Ölfederbein
Get short URL