DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Transport containing αποθήκη | all forms
GreekGerman
αποθήκη άλατοςSalzlagerhalle
αποθήκη άνθρακαKohlenbahnhof
αποθήκη αλεξιπτώτωνFallschirmraum
αποθήκη αποσκευώνGepaecktraeger
αποθήκη αποσκευώνHandgepäckraum
αποθήκη αποσκευώνGepäckraum
αποθήκη αποστολώνVersandschuppen
αποθήκη αποστολώνVersandhalle
αποθήκη αποστολώνVerladehalle
αποθήκη ασφαλιστικών περονώνSicherungsstiftbord
αποθήκη αχρήστωνAusschußlager
αποθήκη βενζίνηςTankstelle
αποθήκη βενζίνηςBenzinlager
αποθήκη βομβώνBombenschacht
αποθήκη βομβώνBombenraum
αποθήκη γαιάνθρακαKohlenbunker
αποθήκη εισαγωγήςEinfuhrtanklager
αποθήκη εμπορευμάτων έξω από το σταθμόStadtannahmestelle für Stückgut
αποθήκη εμπορευμάτων έξω από το σταθμόAnnahmestelle für Stückgut
αποθήκη εμπορευμάτων έξω από το σταθμόAnnahmeagentur für Stückgut
αποθήκη εργαλείωνWerkzeugraum
αποθήκη ιστίωνSegelmacherei
αποθήκη ιστίωνSegelkoje
αποθήκη καυσίμων ασφαλείαςSicherheitstank
αποθήκη μεταφόρτωσηςUmladehalle
αποθήκη πάγουEisbunker
αποθήκη πάγουEisbehaelter
αποθήκη παλαιού υλικούAltmateriallager
αποθήκη πλώρηςMagazin
αποθήκη πρύμνηςProviantraum
αποθήκη στεγανούHellegatt
αποθήκη συρματοσχοίνωνTrossenkasten
αποθήκη συρματοσχοίνωνKabelgatt
αποθήκη σχοινιώνHerft
αποθήκη σύνδεσηςVerteilertanklager
αποθήκη φορτίουFrachtraum
αποθήκη φορτίουLaderaum
αποθήκη φορτίουFracht
αποθήκη φρούτωνObstschuppen
βοηθητική αποθήκη καυσίμουReservekraftstoff
βοηθητική αποθήκη καυσίμουReservekraftstoffbehälter
εμπρός αποθήκηWaffenraum
ιδιωτική διαμετακομιστική αποθήκηPrivatzollager
κύρια αποθήκη καυσίμουBetriebskraftstoff
κύρια αποθήκη καυσίμουBetriebskraftstoffbehälter
πίσω αποθήκηRaketenmotorraum