DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Transport containing αλυσίδα | all forms
GreekEnglish
έλξη με αλυσίδαmechanical haulage:chain traction
αλυσίδα άγκυραςanchor cable
αλυσίδα άγκυραςchain cable
αλυσίδα άγκυραςanchor chain
αλυσίδα άγκυραςanchor wire
αλυσίδα αναρτήσεωςlifting chain
αλυσίδα ασφάλειαςsafety chain
αλυσίδα ασφαλείαςsafety chain
αλυσίδα βιώσιμων μεταφορώνsustainable transport chain
αλυσίδα διοικητικής μέριμναςlogistics chain
αλυσίδα ζεύξηςcoupling chain
αλυσίδα λέμβουboat chain
αλυσίδα μέσης ανοχήςmedium tolerance chain
αλυσίδα με ενισχυμένους κρίκουςstud-link cable
αλυσίδα με μακρείς κρίκουςlong link chain
αλυσίδα με υποδιαιρέσειςtested chain
αλυσίδα με υποδιαιρέσειςcalibrated chain
αλυσίδα μεταφοράςmobility chain
αλυσίδα πηδαλίουrudder chain
αλυσίδα συνδυασμένων μεταφορώνcombined transport chain
αλυσίδα της επιμελητείαςlogistics chain
αλυσίδα του λογιστικού-οργανωτικού εφοδιασμούlogistics supply chain
αλυσίδα τύπου GalleGalls chain
ανέμη για αλυσίδαcable reel
αντιολισθητική αλυσίδαskid chain
αρθρωτή αλυσίδαflat link-articulated chain
αρθρωτή αλυσίδαpin chain
αρθρωτή αλυσίδαsprocket chain
αρθρωτή αλυσίδαflat link
αρθρωτή αλυσίδαarticulated chain
ασφαλιστική αλυσίδαsafety chain
διατροπική μεταφορικη αλυσίδαintermodal transport chain
εισέλκω στερεά την αλυσίδα άγκυραςto heave tight the anchor chain
κυλινδρική αλυσίδαroller chain
λεβάρω στερεά την αλυσίδα άγκυραςto heave tight the anchor chain
μπλεγμένη αλυσίδαfoul chain
πυροτεχνική αλυσίδαpyrotechnic chain
χοντρή αλυσίδαground tackle
χοντρή αλυσίδαground cable