Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Bulgarian
Danish
Dutch
English
Estonian
French
German
Italian
Latvian
Polish
Portuguese
Spanish
Terms
for subject
Transport
containing
Μέγιστο φορτίο
|
all forms
|
in specified order only
Greek
English
δομικά μέγιστο ωφέλιμο φορτίο
maximum structural payload
μέγιστο διαθέσιμο φορτίο
maximum disposable load
μέγιστο επιτρεπόμενο ασκούμενο φορτίο
maximum authorized drawbar load
μέγιστο επιτρεπόμενο φορτίο
working load
μέγιστο επιτρεπόμενο φορτίο
carrying capacity
μέγιστο επιτρεπόμενο φορτίο
load limit
μέγιστο επιτρεπόμενο φορτίο
maximum load
μέγιστο επιτρεπόμενο φορτίο
maximum admissible load
μέγιστο επιτρεπόμενο φορτίο
maximum load rating
μέγιστο επιτρεπόμενο φορτίο κατά άξονα
maximum axle load
μέγιστο επιτρεπόμενο φορτίο κατά άξονα
maximum load per axle
μέγιστο επιτρεπόμενο φορτίο κατά άξονα
maximum admissible axle load
μέγιστο κατακόρυφο φορτίο
maximum vertical load
μέγιστο οριακό φορτίο μιας μηχανής
tonnage rating
μέγιστο τεχνικώς αποδεκτό κατακόρυφο φορτίο
technically permissible maximum vertical load
μέγιστο φορτίο
full load
μέγιστο φορτίο
ανά τρέχον μέτρο
maximum load per running metre
μέγιστο φορτίο
ενός οχήματος
maximum load of a vehicle
μέγιστο φορτίο
ενός οχήματος
carrying capacity of a vehicle
μέγιστο φορτίο
τροχού/άξονα σε κατάσταση ακινησίας
maximum stationary wheel/axle load
Get short URL