DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Transport containing stream | all forms | exact matches only
EnglishGreek
diverging traffic streamαποκλίνον κυκλοφοριακό ρεύμα
impinging-stream injectorσύστημα ψεκασμού διασταυρούμενων ροών
to keep going against streamπλέω αντίθετα με το ρεύμα
to keep going against streamπλέω αντίθετα με την παλίρροια
main streamκύριο ρεύμα
main streamκύριος ποταμός
merging traffic streamσυγκλίνον κυκλοφοριακό ρεύμα
minor streamδευτερεύον ρεύμα
minor streamδευτερεύον ποταμός
to proceed against the streamπλέω αντίθετα στο ρεύμα
slip-stream effectεπίδραση ρεύματος έλικας
straight on streamευθεία στο ρεύμα
stream line constructionυδροδυναμική κατασκευή
stream line constructionκατασκευή με τη μορφή των γραμμών ροής
stream masterεπόπτης του ποταμού
stream take-offαπογείωση στην σειρά
the canal is fed by streamsη διώρυγα τροφοδοτείται από ρυάκια
traffic streamκατεύθυνση κυκλοφορίας
traffic streamκυκλοφοριακό ρεύμα
to turn about owing to the streamπεριστρέφομαι από τη δράση του ρεύματος
two-stream nozzleακροφύσιο διπλής ροής