DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Transport containing own | all forms | exact matches only
EnglishGreek
own-account carrierμεταφορέας για δικό του λογαριασμό
own account transport operationμεταφορά για ίδιο λογαριασμό
own account transport operationγραμμή για ίδιο λογαριασμό
own carιδιωτικό αυτοκίνητο
passenger travelling on his own account on a reduced fare basisεπιβάτης που ταξιδεύει για δικό του λογαριασμό με μειωμένη τιμή ναύλου
to run on its own wheelsκύλιση επί ιδίων τροχών
to run on its own wheelsαυτόνομη κύλιση
running on its own wheelsμε κίνηση πάνω στους δικούς του τροχούς
service for own accountμεταφορά για ίδιο λογαριασμό
service for own accountγραμμή για ίδιο λογαριασμό
service for own account subject to authorisationγραμμή για ίδιο λογαριασμό μη ελευθερωμένη
transport on own accountγραμμή για ίδιο λογαριασμό
transport on own accountμεταφορά για ίδιο λογαριασμό
vehicle running on its own wheelsαυτοκυλιόμενο εμπόρευμα