Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Afrikaans
Arabic
Basque
Bulgarian
Catalan
Chinese
Czech
Danish
Dutch
English
Esperanto
Estonian
Finnish
French
German
Greek
Hungarian
Icelandic
Irish
Italian
Japanese
Korean
Lithuanian
Norwegian Bokmål
Persian
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Scottish Gaelic
Serbian
Serbian Latin
Slovene
Spanish
Swedish
Turkish
Ukrainian
Uzbek
Terms
for subject
Transport
containing
means
|
all forms
|
exact matches only
English
Greek
above
mean
sea level
πάνω από το μέσο επίπεδο της θάλασσας
acceptable
means
of compliance
αποδεκτά μέσα συμμόρφωσης
additional
Means
of Compliance
πρόσθετα μέσα συμμόρφωσης
Agreement on the International Carriage of Passengers by Road by
means
of Occasional Coach and Bus Services
Συμφωνία σχετικά με τις έκτακτες διεθνείς επιβατικές οδικές γραμμές που εκτελούνται με πούλμαν ή λεωφορεία
Agreement on the International Carriage of Passengers by Road by
means
of Occasional Coach and Bus Services
συμφονία σχετικά με τις έκτακτες διεθνείς οδικές γραμμές μεταφοράς επιβατών που πραγματοποιούνται με λεωφορεία και πούλμαν
alignment of the track by
means
of monument
χιλιομετρική σήμανση της γραμμής
Alternate
Means
of Compliance
εναλλακτικά μέσα συμμόρφωσης
assembly by
means
of a press
σύνδεση με πρέσα
assembly by
means
of a press
συναρμολόγηση με πρέσα
assisting
means
for emergency evacuation
Βοηθητικά μέσα για εκκένωση λόγω έκτακτης ανάγκης
axle-box fastened to the bogie frame by
means
of small articulated rods
λιποκιβώτιο που στερεώνεται στο πλαίσιο του φορείου με μικρούς αρθρωτούς μοχλούς
axle-box fastened to the bogie frame by
means
of small articulated rods
κιβώτιο με αρθρωτή στερέωση
business use of a
means
of transport
επαγγελματική χρήση ενός μεταφορικού μέσου
descent assist
means
βοηθητικά μέσα καθόδου
diesel engine supercharged by
means
of a turbo-blower
κινητήρας ντίζελ με υπερτροφοδότηση με στροβιλοφυσητήρα
escape-proof
means
of transport
μεταφορικό μέσο που δεν επιτρέπει τη διαφυγή των ζώων
fascine work fixed by
means
of stakes
επένδυση από κλαδοδέματα στερεωμένα με πήχεις
to
fasten by
means
of a sleeper-screw
στερεώνω με τιρφόνια
filling and emptying system of a sea lock by
means
of short culverts
σύστημα πλήρωσης και εκκένωσης θαλάσσιας δεξαμενής ανύψωσης με βραχείς οχετούς
fixed
means
for extinguishing a fire
μόνιμο μέσο κατάσβεσης πυρκαϊάς
flexible cross-span suspension by
means
of wire or cable
πυλώνας εύκαμπτος
flexible cross-span suspension by
means
of wire or cable
πυλώνας ελαστικός
flexible cross-span suspension by
means
of wire or cable
ανάρτηση εγκάρσια εύκαμπτη με σύρμα
flexible cross-span suspension by
means
of wire or cable
ανάρτηση εγκάρσια εύκαμπτη με καλώδιο
guaranteed
mean
time between failure
εγγυημένος μέσος χρόνος πτήσης μεταξύ αστοχιών
hydraulic operation by
means
of a sector
υδραυλική λειτουργία θυροφράγματος διά μέσου τομέα
hydraulic working by
means
of a sector
υδραυλική λειτουργία θυροφράγματος διά μέσου τομέα
mean
aerodynamic chord
μέση αεροδυναμική χορδή
mean
anomaly
μέση ανωμαλία
mean
blade width ratio
λόγος μέσου πλάτους πτερυγίου έλικας
mean
camber
μέση καμπυλότητα
mean
chord
μέση χορδή πτέρυγος
mean
chord
μέση χορδή
mean
contact force
μέση δύναμη επαφής
mean
cycle between removals
μέσος όρος κύκλων πτήσης μεταξύ αντικαταστάσεων
mean
cycle between scheduled shop visits
μέσος όρος κύκλων πτήσης προγραμματισμένων επιθεωρήσεων συνεργείου
mean
cycle between unscheduled replacement
μέσος όρος κύκλων πτήσης μεταξύ μη προγραμματισμένων αντικαταστάσεων
mean
downtime
μέσος όρος διάρκειας διακοπής
mean
downtime
μέσος όρος διάρκειας βλάβης
mean
draft top of keel
μέσο βύθισμα τρόπιδας
mean
draft top of keel
βάθος καρίνας
mean
draught light
μέσο άφορτο βύθισμα
mean
fleet performance
μέση επίδοση στόλου
mean
fully developed deceleration
μέση πλήρως αναπτυγμένη επιβράδυνση
mean
geometric pitch
μέσο γεωμετρικό βήμα
mean
line
μέση γραμμή
mean
load
μέση φόρτιση
mean
maintenance time
μέσος χρόνος εργασιών συντήρησης
mean
sea level
μέσο επίπεδο της θάλασσας
mean
slope of the bank
μέση κλίση πρανούς
mean
speed
ταχύτητα μέσου όρου
mean
speed
μέση ταχύτητα
mean
speed of transit
μέση ταχύτητα κυκλοφορίας
mean
steering ratio
μέσος λόγος μετάδοσης του συστήματος διεύθυνσης
mean
task time
μέσος χρόνος εργασιών
mean
time between maintenance
κατά μέσον όρον χρονικά διαστήματα επιδιορθώσεων-επιθεωρήσεων
mean
time between maintenance actions
μέσος χρόνος πτήσης μεταξύ επεμβάσεων συντήρησης
mean
time between premature removals
μέσος χρόνος πτήσης μεταξύ πρώιμων αντικαταστάσεων
mean
time between removals
μέσος χρόνος πτήσης μεταξύ αντικαταστάσεων
mean
time between scrap
μέσος χρόνος πτήσης μεταξύ αχρηστεύσεων
mean
time between unscheduled removals
μέσος χρόνος πτήσης μεταξύ μη προγραμματισμένων αντικαταστάσεων
mean
time between unscheduled replacement
μέσος χρόνος πτήσης μεταξύ μη προγραμματισμένων αντικαταστάσεων
mean
time of delay
μέσος χρόνος καθυστερήσεων αναχωρήσεων
mean
time to maintenance
μέσος χρόνος πτήσεων μεταξύ ανωμαλιών
mean
time to repair
χρονική διάρκεια προεργασίας της επιδιόρθωσης
mean
time to restore
μέση διάρκεια επιδιορθώσεως
mean
tonnage
μέσο βάρος σε τόννους
mean
useful voltage
zone
μέση ωφέλιμη τάση ζώνης
mean
useful voltage
μέση ωφέλιμη τάση
mean
useful voltage
train
μέση ωφέλιμη τάση σε αμαξοστοιχία
mean
-value width
εύρος μέσης τιμής
mean
vehicle headway
κατά μέσον όρο χρονική διάρκεια επακολουθίας οχημάτων
means
for recharging air cylinder with full pressure
μέσον πλήρους αναγόμωσης κυλίνδρου αέρα υπό πλήρη πίεση
means
of rescue
μέσο περισυλλογής
means
of restraint
μέσα συγκράτησης
permanently attached
means
of closing
μονίμως τοποθετημένο μέσο κλεισίματος
recording equipment
means
συσκευή ελέγχου
standard
mean
chord
τυποποιημένη μέση χορδή
system with compulsory guidance by physical
means
σύστημα φυσικής καθοδήγησης
Get short URL