Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Afrikaans
Arabic
Chinese
Danish
Dutch
English
Esperanto
French
German
Greek
Hungarian
Italian
Japanese
Norwegian Bokmål
Polish
Portuguese
Russian
Scottish Gaelic
Serbian Latin
Spanish
Swedish
Ukrainian
Uzbek
Terms
for subject
Transport
containing
first
|
all forms
|
exact matches only
English
Greek
chimney
first
εφοδιοφόρος όπισθεν
first
-aid kit
κιβώτιο πρώτων βοηθειών
first
aid oxygen
οξυγόνο πρώτης ανάγκης
first
and last leg of combined transport
αρχική ή τελική οδική διαδρομή συνδυασμένων μεταφορών
first
and second stage planetary cage
πρώτη και δεύτερη πλανητική βαθμίδα
first
and second stage planetary cage
πρώτη και δεύτερη βαθμίδα επικυκλοειδούς διάταξης
first
-class coach
όχημα πρώτης θέσης
first
costs
αρχικό κόστος
first
costs
αρχικό εκτημητέο κόστος
first
engineer officer
πρώτος μηχανικός
first
freedom
πρώτη ελευθερία' πρώτη ελευθερία των αιθέρων
first
freedom of the air
πρώτη ελευθερία' πρώτη ελευθερία των αιθέρων
first
freedom right
πρώτη ελευθερία' πρώτη ελευθερία των αιθέρων
first
freedom traffic right
πρώτη ελευθερία' πρώτη ελευθερία των αιθέρων
first
length of tow
πρώτο μήκος ρυμουλκήσεως
first
motion
αρχική κίνηση
first
row at anchorage
πρώτη σειρά στο αγκυροβόλιο
first
service cut-out cock
κρουνός απομόνωσης προοδευτικής πέδης
first
service position
πρώτη θέση προοδευτικής πέδης
first
-stage planet gear
πρώτη βαθμίδα πλανητικών οδοντοτροχών
first
strake
πρώτη σειρά επηγκενίδων,μαδεριών ή ελασμάτων
first
suppression reservoir
αεροφυλάκιο χρονισμού πέδησης ελέγχου
first
-track kilometres
μήκος συγκοινωνιακής γραμμής
marine engineer,
first
grade
πρώτος μηχανικός πλοίων
marine engineer,
first
grade
πρώτος μηχανικός
offer of
first
refusal to the route
δικαίωμα προηγουμένης άρνησης για την εκτέλεση του δρομολογίου
stern
first
ανάποδα
tail
first
configuration aircraft
αεροπλάνο Κάναρντ
tender
first
εφοδιοφόρος μπροστά
Get short URL