DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Transport containing first | all forms | exact matches only
EnglishGreek
chimney firstεφοδιοφόρος όπισθεν
first-aid kitκιβώτιο πρώτων βοηθειών
first aid oxygenοξυγόνο πρώτης ανάγκης
first and last leg of combined transportαρχική ή τελική οδική διαδρομή συνδυασμένων μεταφορών
first and second stage planetary cageπρώτη και δεύτερη πλανητική βαθμίδα
first and second stage planetary cageπρώτη και δεύτερη βαθμίδα επικυκλοειδούς διάταξης
first-class coachόχημα πρώτης θέσης
first costsαρχικό κόστος
first costsαρχικό εκτημητέο κόστος
first engineer officerπρώτος μηχανικός
first freedomπρώτη ελευθερία' πρώτη ελευθερία των αιθέρων
first freedom of the airπρώτη ελευθερία' πρώτη ελευθερία των αιθέρων
first freedom rightπρώτη ελευθερία' πρώτη ελευθερία των αιθέρων
first freedom traffic rightπρώτη ελευθερία' πρώτη ελευθερία των αιθέρων
first length of towπρώτο μήκος ρυμουλκήσεως
first motionαρχική κίνηση
first row at anchorageπρώτη σειρά στο αγκυροβόλιο
first service cut-out cockκρουνός απομόνωσης προοδευτικής πέδης
first service positionπρώτη θέση προοδευτικής πέδης
first-stage planet gearπρώτη βαθμίδα πλανητικών οδοντοτροχών
first strakeπρώτη σειρά επηγκενίδων,μαδεριών ή ελασμάτων
first suppression reservoirαεροφυλάκιο χρονισμού πέδησης ελέγχου
first-track kilometresμήκος συγκοινωνιακής γραμμής
marine engineer, first gradeπρώτος μηχανικός πλοίων
marine engineer, first gradeπρώτος μηχανικός
offer of first refusal to the routeδικαίωμα προηγουμένης άρνησης για την εκτέλεση του δρομολογίου
stern firstανάποδα
tail first configuration aircraftαεροπλάνο Κάναρντ
tender firstεφοδιοφόρος μπροστά