Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
German
⇄
Arabic
Basque
Bulgarian
Catalan
Chinese
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
Finnish
French
German
Greek
Hungarian
Irish
Italian
Japanese
Latvian
Lithuanian
Maltese
Norwegian Bokmål
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Serbian
Slovak
Slovene
Spanish
Swedish
Turkish
Ukrainian
Terms
for subject
Transport
containing
Betrieb
|
all forms
|
exact matches only
German
Greek
anerkannter luftfahrttechnischer
Betrieb
εγκεκριμένο συνεργείο επισκευών
Beihilfe,die den
Betrieb
von Inlandsstrecken erleichtern soll
ενίσχυση για τη διευκόλυνση της λειτουργίας εσωτερικών γραμμών
Bescheinigung der Freigabe zum
Betrieb
πιστοποιητικό διάθεσης σε χρήση
Bescheinigung der Freigabe zum
Betrieb
πιστοποιητικό διάθεσης σε υπηρεσία
Betrieb
auf Mittelstreifen
κυκλοφορία στη μεσαία λωρίδα
Betrieb
der Luftfahrtindustrie
εργοστάσιο αεροσκαφών
Betrieb
der Luftfahrtindustrie
αεροναυπηγικό εργαστάσιο
Betrieb
einer Hochleistungssandstreueinrichtung
αμμοριπή υπό πίεση
Betrieb
einer Straße
εκμετάλλευση οδικής υποδομής
Betrieb
einer Straße
διαχείριση της κυκλοφορίας
Betrieb
in Vibrationsumgebung
λειτουργώ σε περιβάλλον δονήσεων
Betrieb
mit mehreren Piloten
πτητική λειτουργία πολλαπλών χειριστών
Betrieb
nach Betriebsstufe I unter Standard
πτητική λειτουργία σε συνθήκες κατώτερες της καθιερωμένης Κατηγορίας Ι
Betrieb
nach Betriebsstufe I unter Standard
πτητική λειτουργία προτύπων κατώτερων της κατηγορίας I
Betriebs
- und Verkehrsdienst
υπηρεσία εκμετάλλευσης
Betriebs
- und Verkehrsdienst
εκμετάλλευση
CAT II-
Betrieb
πτητική λειτουργία κατηγορίας ΙΙ
CAT IIIA-
Betrieb
πτητική λειτουργία κατηγορίας ΙΙΙΑ
CAT IIIB-
Betrieb
πτητικές λειτουργίες κατηγορίας ΙΙΙΒ
den
Betrieb
einstellen
σταματώ την εκμετάλλευση
der
Betrieb
der Verkehrseinrichtungen
η εκμετάλλευση του εξοπλισμού των μεταφορών
durchgängiger
Betrieb
ομοιογενής λειτουργία
einen Wagen außer
Betrieb
setzen
αποσύρω από την κυκλοφορία φορτηγό βαγόνι
eingeschränkter
Betrieb
περιορισμένη κυκλοφορία
eingeschränkter
Betrieb
μερική λειτουργία
eingleisiger
Betrieb
κυκλοφορία σε μονή γραμμή
eingleisiger
Betrieb
κυκλοφορία σε γραμμή δύο κατευθύνσεων
eingleisiger
Betrieb
εκμετάλλευση σε γραμμή κυκλοφορίας δύο κατευθύνσεων
eingleisiger
Betrieb
εκμετάλλευση μονής γραμμής
einspuriger
Betrieb
εκμετάλλευση σε γραμμή κυκλοφορίας δύο κατευθύνσεων
einspuriger
Betrieb
κυκλοφορία σε γραμμή δύο κατευθύνσεων
einspuriger
Betrieb
κυκλοφορία σε μονή γραμμή
einspuriger
Betrieb
εκμετάλλευση μονής γραμμής
Einstellung des
Betriebs
παύση λειτουργίας
elektrischer
Betrieb
έλξη ηλεκτρική
Flugzeug, das mit einem Kopiloten
betrieben
werden muss
αεροπλάνο που απαιτείται να ίπταται με συγκυβερνήτη
Flüssigmachen des
Betriebes
σύστημα ελεύθερης ροής της κυκλοφορίας
für den Verkehr
Betrieb
geschlossene Strecke
γραμμή εκτός υπηρεσίας
für den Verkehr
Betrieb
geschlossene Strecke
γραμμή κλειστή στην κίνηση
für den Verkehr
Betrieb
geschlossene Strecke
γραμμή εκτός εκμετάλλευσης
gestörter
Betrieb
έκρυθμη λειτουργία
Gleiswechsel/
betrieb
εκμετάλλευση σιδηροδρομικής γραμμής κατά δύο κατευθύνσεις
in
Betrieb
σε κυκλοφορία
in
Betrieb
befindliche Strecke
γραμμή σε εκμετάλλευση
in
Betrieb
stehende Start- und Landebahn
διάδρομος σε χρήση
Kategorie II-
Betrieb
πτητική λειτουργία κατηγορίας ΙΙ
Kategorie IIIA-
Betrieb
πτητική λειτουργία κατηγορίας ΙΙΙΑ
Kategorie IIIB-
Betrieb
πτητικές λειτουργίες κατηγορίας ΙΙΙΒ
nahtloser
Betrieb
ομοιογενής λειτουργία
Nichtpräzisionsanflug-
Betrieb
πτητική λειτουργία προσέγγισης μη-ακριβείας
Notstörungsbehebung im
Betrieb
πρόχειρη αποκατάσταση βλάβης
Notstörungsbehebung im
Betrieb
επί τόπου αποκατάσταση βλάβης
Umstellung auf dreigleisigen
Betrieb
τριπλασιασμός των γραμμών
Umstellung auf eingleisigen
Betrieb
μετατροπή σε κυκλοφορία μονής γραμμής
Umstellung auf viergleisigen
Betrieb
τετραπλασιασμός των γραμμών
Vereinbarung über den gemeinsamen
Betrieb
συμφωνία κοινής εκμετάλλευσης
Verhalten im
Betrieb
συμπεριφορά των αρμών των σιδηροτροχιών
Verhalten im
Betrieb
συμπεριφορά κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας
Verhalten im
Betrieb
κατάσταση των αρμών των σιδηροτροχιών
Versuchsmodell in
Betrieb
ομοίωμα δοκιμών στη χρήση
zeitweise eingleisiger
Betrieb
προσωρινή κυκλοφορία σε μονή γραμμή
Zentrale Leitung des
Betriebs
Διεύθυνση Εκμετάλλευσης
zielreiner
Betrieb
κυκλοφορία από την αφετηρία κατ'ευθείαν στο τέρμα
örtlicher
Betrieb
τοπικές επιχειρήσεις
Get short URL