DictionaryForumContacts

   German
Terms for subject Transport containing Betrieb | all forms | exact matches only
GermanGreek
anerkannter luftfahrttechnischer Betriebεγκεκριμένο συνεργείο επισκευών
Beihilfe,die den Betrieb von Inlandsstrecken erleichtern sollενίσχυση για τη διευκόλυνση της λειτουργίας εσωτερικών γραμμών
Bescheinigung der Freigabe zum Betriebπιστοποιητικό διάθεσης σε χρήση
Bescheinigung der Freigabe zum Betriebπιστοποιητικό διάθεσης σε υπηρεσία
Betrieb auf Mittelstreifenκυκλοφορία στη μεσαία λωρίδα
Betrieb der Luftfahrtindustrieεργοστάσιο αεροσκαφών
Betrieb der Luftfahrtindustrieαεροναυπηγικό εργαστάσιο
Betrieb einer Hochleistungssandstreueinrichtungαμμοριπή υπό πίεση
Betrieb einer Straßeεκμετάλλευση οδικής υποδομής
Betrieb einer Straßeδιαχείριση της κυκλοφορίας
Betrieb in Vibrationsumgebungλειτουργώ σε περιβάλλον δονήσεων
Betrieb mit mehreren Pilotenπτητική λειτουργία πολλαπλών χειριστών
Betrieb nach Betriebsstufe I unter Standardπτητική λειτουργία σε συνθήκες κατώτερες της καθιερωμένης Κατηγορίας Ι
Betrieb nach Betriebsstufe I unter Standardπτητική λειτουργία προτύπων κατώτερων της κατηγορίας I
Betriebs- und Verkehrsdienstυπηρεσία εκμετάλλευσης
Betriebs- und Verkehrsdienstεκμετάλλευση
CAT II-Betriebπτητική λειτουργία κατηγορίας ΙΙ
CAT IIIA-Betriebπτητική λειτουργία κατηγορίας ΙΙΙΑ
CAT IIIB-Betriebπτητικές λειτουργίες κατηγορίας ΙΙΙΒ
den Betrieb einstellenσταματώ την εκμετάλλευση
der Betrieb der Verkehrseinrichtungenη εκμετάλλευση του εξοπλισμού των μεταφορών
durchgängiger Betriebομοιογενής λειτουργία
einen Wagen außer Betrieb setzenαποσύρω από την κυκλοφορία φορτηγό βαγόνι
eingeschränkter Betriebπεριορισμένη κυκλοφορία
eingeschränkter Betriebμερική λειτουργία
eingleisiger Betriebκυκλοφορία σε μονή γραμμή
eingleisiger Betriebκυκλοφορία σε γραμμή δύο κατευθύνσεων
eingleisiger Betriebεκμετάλλευση σε γραμμή κυκλοφορίας δύο κατευθύνσεων
eingleisiger Betriebεκμετάλλευση μονής γραμμής
einspuriger Betriebεκμετάλλευση σε γραμμή κυκλοφορίας δύο κατευθύνσεων
einspuriger Betriebκυκλοφορία σε γραμμή δύο κατευθύνσεων
einspuriger Betriebκυκλοφορία σε μονή γραμμή
einspuriger Betriebεκμετάλλευση μονής γραμμής
Einstellung des Betriebsπαύση λειτουργίας
elektrischer Betriebέλξη ηλεκτρική
Flugzeug, das mit einem Kopiloten betrieben werden mussαεροπλάνο που απαιτείται να ίπταται με συγκυβερνήτη
Flüssigmachen des Betriebesσύστημα ελεύθερης ροής της κυκλοφορίας
für den Verkehr Betrieb geschlossene Streckeγραμμή εκτός υπηρεσίας
für den Verkehr Betrieb geschlossene Streckeγραμμή κλειστή στην κίνηση
für den Verkehr Betrieb geschlossene Streckeγραμμή εκτός εκμετάλλευσης
gestörter Betriebέκρυθμη λειτουργία
Gleiswechsel/betriebεκμετάλλευση σιδηροδρομικής γραμμής κατά δύο κατευθύνσεις
in Betriebσε κυκλοφορία
in Betrieb befindliche Streckeγραμμή σε εκμετάλλευση
in Betrieb stehende Start- und Landebahnδιάδρομος σε χρήση
Kategorie II-Betriebπτητική λειτουργία κατηγορίας ΙΙ
Kategorie IIIA-Betriebπτητική λειτουργία κατηγορίας ΙΙΙΑ
Kategorie IIIB-Betriebπτητικές λειτουργίες κατηγορίας ΙΙΙΒ
nahtloser Betriebομοιογενής λειτουργία
Nichtpräzisionsanflug-Betriebπτητική λειτουργία προσέγγισης μη-ακριβείας
Notstörungsbehebung im Betriebπρόχειρη αποκατάσταση βλάβης
Notstörungsbehebung im Betriebεπί τόπου αποκατάσταση βλάβης
Umstellung auf dreigleisigen Betriebτριπλασιασμός των γραμμών
Umstellung auf eingleisigen Betriebμετατροπή σε κυκλοφορία μονής γραμμής
Umstellung auf viergleisigen Betriebτετραπλασιασμός των γραμμών
Vereinbarung über den gemeinsamen Betriebσυμφωνία κοινής εκμετάλλευσης
Verhalten im Betriebσυμπεριφορά των αρμών των σιδηροτροχιών
Verhalten im Betriebσυμπεριφορά κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας
Verhalten im Betriebκατάσταση των αρμών των σιδηροτροχιών
Versuchsmodell in Betriebομοίωμα δοκιμών στη χρήση
zeitweise eingleisiger Betriebπροσωρινή κυκλοφορία σε μονή γραμμή
Zentrale Leitung des BetriebsΔιεύθυνση Εκμετάλλευσης
zielreiner Betriebκυκλοφορία από την αφετηρία κατ'ευθείαν στο τέρμα
örtlicher Betriebτοπικές επιχειρήσεις