English | Greek |
abandonment of a journey | εγκατάλειψη διαδρομής |
acceptance of a consignment | αποδοχή αποστολής |
acceptance of a train | αποδοχή μιας αμαξοστοιχίας |
acceptance of a train | αποδοχή ενός τρένου |
access to a coach | πρόσβαση σε επιβατάμαξα |
access to a coach | πρόσβαση σε ένα επιβατικό βαγόνι |
to accomplish a journey | πραγματοποιώ μιά διαδρομή |
to accomplish a trip | πραγματοποιώ μιά διαδρομή |
to achieve a higher survivability | ενίσχυση βιωσιμότητας |
to add a vehicle | προσθέτω άμαξα |
to add a wagon | συνδέω βαγόνι |
to add a wagon | προσθέτω βαγόνι |
addition of a wagon | προσθήκη οχήματος |
addition of a wagon | προσθήκη φορτηγού βαγονιού |
adjustment of a load | διευθέτηση φορτίου |
to admit a train into a station | επιτρέπω την είσοδο αμαξοστοιχίας σε σταθμό |
advance of a signal | κατάντι σήματος |
to affix a seal | σφραγίζω |
Agreement on the Establishment of a European Common Aviation Area | Πολυμερής συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, της Δημοκρατίας της Αλβανίας, της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας, της Δημοκρατίας της Κροατίας, της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, της Δημοκρατίας της Ισλανδίας, της Δημοκρατίας του Μαυροβουνίου, του Βασιλείου της Νορβηγίας, της Ρουμανίας, της Δημοκρατίας της Σερβίας και της Προσωρινής Διοίκησης των Ηνωμένων Εθνών στο Κοσσυφοπέδιο για τη δημιουργία Κοινού Ευρωπαϊκού Εναέριου Χώρου |
air-supplied breathing apparatus for a smoke helmet or smoke mask | αναπνευστική συσκευή με παροχή αέρα για χρήση με μάσκα καπνού ή διηθητική μάσκα |
to alight from a coach on the wrong side | κατεβαίνω από την επιβατάμαξα από λάθος πλευρά |
to alight from a coach on the wrong side | ανεβαίνω στην επιβατάμαξα από λάθος πλευρά |
to alight from a coach:to alight from a train | κατεβαίνω από την επιβατάμαξα |
to alight from a coach:to alight from a train | κατεβαίνω από την αμαξοστοιχία |
allocating seats on a flight | αναδιανομή των θέσεων σε μια πτήση |
to allow a train to enter | επιτρέπω την είσοδο αμαξοστοιχίας |
aluminium shell covered by a pliable skin | κ έλυφος αλουμινίου καλυπτόμενο από εύκαμπτο περίβλημα |
aluminium shell covered by a pliable skin | κέλυφος από αλουμίνιο,καλυπτόμενο από εύπλαστο περίβλημα |
aluminium shell covered by a pliable skin | κέλυφος από αλουμίνιο, καλυπτόμενο από εύπλαστο περίβλημα |
angle of coverage A | γωνία κάλυψης Α |
appendix to a tariff | παράρτημα τιμολογίου |
application of a tariff | εφαρμογή τιμολογίου |
to apply a label | τοποθετώ ετικέτα |
to apply a seal | σφραγίζω |
to apply a seal | τοποθετώ μολυβδοσφραγίδα |
arms of a river | βραχίονας ποταμού |
assembly by means of a press | σύνδεση με πρέσα |
assembly by means of a press | συναρμολόγηση με πρέσα |
assisting run of a locomotive | διαδρομή με ενισχυτική μηχανή |
to attach a vehicle | προσθέτω άμαξα |
automatic advice of the approach of a train | αυτόματη αναγγελία τραίνου |
automatic advice of the approach of a train | αυτόματη αναγγελία αμαξοστοιχίας |
barrier secured to a mass | φράγμα στερεωμένο σε συμπαγή μάζα |
belt-type moving pavement on a hard base-plate | δύσκαμπτος κυλιόμενος διάδρομος με ιμάντες |
to bend a rope | δένω κάβο |
to berth a ship | ελλιμενίζω πλοίο |
bicycle equipped with a wheeled balancing-support | δίτροχο ποδήλατο με σταθεροποιητικούς μικρούς πλάγιους τροχούς |
bottom dead centre of a piston | κάτω νεκρό σημείο εμβόλου |
bottom water seal for the leaf of a metal gate | επένδυση στεγανοποίησης για φύλλο ενός μεταλλικού θυροφράγματος |
branches of a river | βραχίονας ποταμού |
branching of a river | διακλάδωση ποταμού |
branching of a river | βραχίονας |
breach in a dike | ρωγμή σε ανάχωμα |
breach in a dyke | ρωγμή σε ανάχωμα |
break-down of a locomotive | ακινησία μηχανής λόγω βλάβης |
breaking loose of a train | διαχωρισμός αμαξοστοιχίας σε τμήματα |
to bring a seat of coaches or wagons into the station | οδηγώ μια αμαξοστοιχία στο σταθμό |
buckling of a vehicle | στρεβλότητα οχήματος |
to buy a ticket | βγάζω εισιτήριο |
to buy a ticket | αγοράζω εισιτήριο |
to call at a port | προσεγγίζω σ'ένα λιμένα |
to call at a port | πιάνω σ'ένα λιμένα |
catenary equipment of a track | εξοπλισμός γραμμής επαφής ηλεκτροκίνησης |
cessation of business during a high season | διακοπή δραστηριότητας κατά τη διάρκεια της περιόδου αιχμής |
character of a navigation light | χαρακτηριστικό ενός φανού πορείας |
character of a navigation light | χαρακτήρας φανού πορείας |
characteristic gradient of a line section | χαρακτηριστική κατά μήκος κλίση |
characteristic of a navigation light | χαρακτήρας φανού πορείας |
characteristic of a navigation light | χαρακτηριστικό ενός φανού πορείας |
class A | κλάση A |
class A division | διαμέρισμα κλάσεως Α |
"Class A" ship | "Κατηγορία Α" |
to clear a sleeper of ballast | διαλύω τη γόμωση ενός στρωτήρα |
to clear a sleeper of ballast | ξεμπουράρω έναν στρωτήρα |
to clear a sleeper of ballast | αφαιρώ τη γόμωση ενός στρωτήρα |
to clip a ticket | τρυπώ εισιτήριο |
to close a line to traffic | σταματώ την κυκλοφορία σε μια γραμμή |
to close a line to traffic | κλείνω γραμμή στην κυκλοφορία |
closing of a line to passenger or goods traffic | κλείσιμο γραμμής στην επιβατική εξυπηρέτηση |
closing of a line to passenger or goods traffic | κλείσιμο γραμμής στην κίνηση επιβατών |
closing of a line to passenger or goods traffic | κλείσιμο γραμμής στην κίνηση εμπορευμάτων |
closing of a line to passenger or goods traffic | κλείσιμο γραμμής στην εμπορική εξυπηρέτηση |
closing of a river arm | έμφραξη ενός βραχίονα ποταμού |
Committee for implementation of the directive establishing a Community vessel traffic monitoring and information system | Επιτροπή για την εφαρμογή της οδηγίας για τη δημιουργία κοινοτικού συστήματος παρακολούθησης της κυκλοφορίας των πλοίων και ενημέρωσης |
Committee for implementation of the Regulation establishing a transitional points system applicable to heavy goods vehicles travelling through Austria within the framework of a sustainable transport policy | Επιτροπή για την εφαρμογή του κανονισμού για τη θέσπιση ενός μεταβατικού συστήματος σημείων που εφαρμόζεται στα βαρέα φορτηγά οχήματα που διέρχονται από την Αυστρία στο πλαίσιο μιας αειφόρου πολιτικής των μεταφορών |
Committee for implementation of the Regulation on common rules in the field of civil aviation and establishing a European Aviation Safety Agency | Επιτροπή του παρόντος κανονισμού για κοινούς κανόνες στον τομέα της πολιτικής αεροπορίας και για την ίδρυση ευρωπαϊκού οργανισμού ασφάλειας της αεροπορίας |
Committee on the Establishment of a European Network of High Speed Trains | επιτροπή για την εγκατάσταση ευρωπαϊκού δικτύου τρένων υψηλής ταχύτητας |
to condemn a vessel | παροπλίζω ένα πλοίο |
to condemn a vessel | αχρηστεύω ένα πλοίο λόγω βλάβης |
contact line not provided with a carrying cable | γραμμή επαφής χωρίς φέρον καλώδιο |
Convention on a Code of Conduct for Liner Conferences | Σύμβαση "περί του κώδικος συμπεριφοράς των Κονφεράνς Conférences τακτικών γραμμών"' κώδικας τακτικών γραμμών |
Convention on a Code of Conduct for Liner Conferences | Σύμβαση περί του κώδικος συμπεριφοράς των διασκέψεων τακτικών γραμμών |
Convention on a common transit procedure | σύμβαση περί του κοινού καθεστώτος διαμετακόμισης |
Convention on a common transit procedure | σύμβαση περί του καθεστώτος κοινής διαμετακόμισης |
Convention on a common transit regime | σύμβαση περί του κοινού καθεστώτος διαμετακόμισης |
Convention on a common transit regime | σύμβαση περί του καθεστώτος κοινής διαμετακόμισης |
Convention Supplementary to the Warsaw Convention, for the Unification of Certain Rules relating to International Carriage by Air Performed by a Person Other than the Contracting Carrier | Σύμβαση "Συμπληρωματική της Συμβάσεως της Βαρσοβίας διά την ενοποίησιν κανόνων τινών σχετικών προς την πραγματοποιουμένην υπό προσώπου διαφόρου του συμβατικού μεταφορέως διεθνή αεροπορικήν μεταφοράν" |
to couple a wagon | προσθέτω βαγόνι |
to couple a wagon | συνδέω βαγόνι |
course of a canal | ρεύμα ποταμού |
course of a canal | ρεύμα διώρυγας |
course of a river | ρεύμα διώρυγας |
course of a river | ρεύμα ποταμού |
crack open of a valve | άνοιγμα μίας βαλβίδας |
cross section of a dry dock | εγκάρσια τομή μιας ναυτικής δεξαμενής |
cross section of a lock chamber with sloping sides | διατομή θαλάμου δεξαμενής με κεκλιμένες παρειές |
cross section of a lock with basin for economizing or saving locking water | εγκάρσια τομή δεξαμενής ανύψωσης με δεξαμενή αποταμίευσης |
cross section of a lock with side walls with a curved face | διατομή δεξαμενής ανύψωσης ναυσιπλοϊας με πλευρικούς τοίχους καμπύλης παρειάς σε κάτοψη |
crossing of a river by a canal | διασταύρωση ποταμού και διώρυγας |
cutting of a bend | μόρφωση καμπύλης |
cutting of a bend | μόρφωση καμπής |
cutting of a curve | μόρφωση καμπής |
cutting of a curve | μόρφωση καμπύλης |
to detach a coach | αφαιρώ φορτηγό βαγόνι |
to detach a coach | αφαιρώ επιβατάμαξα |
to detach a coach | αποσύρω φορτηγό βαγόνι |
to detach a coach | αποσύρω επιβατάμαξα |
to detach a wagon | αποσύρω επιβατάμαξα |
to detach a wagon | αποσύρω φορτηγό βαγόνι |
to detach a wagon | αφαιρώ επιβατάμαξα |
to detach a wagon | αφαιρώ φορτηγό βαγόνι |
detain a ship | κρατώ πλοίο |
device situated at the entrance end of a section to release the entry signal | συσκευή στην είσοδο τμήματος αποκλεισμού για την απελευθέρωση του σήματος ε εισόδου |
device situated at the leaving end of a section to release the entry signal | συσκευή στην έξοδο τμήματος αποκλεισμού για την απελευθέρωση του σήματος εξ ξόδου |
dial-a-bus | λεωφορείο κατά παραγγελία |
dial-a-ride | λεωφορείο κατά παραγγελία |
dimensions of a sluice | διαστάσεις δεξαμενής ανύψωσης |
discharge of a sluice | απόδοση δεξαμενής ανύψωσης |
to dismiss a salvage vessel | αποπέμπω ένα ναυαγοσωστικό |
displacement of a point | μετατόπιση σημείου |
distance covered by a wagon | διαδρομή φορτηγού |
distribution area of a marshalling yard | περιοχή διανομής σταθμού διαλογής |
division of a train | διαχωρισμός αμαξοστοιχίας σε τμήματα |
door closed by the action of a dropping weight | θύρα που κλείνει με την ενέργεια πίπτοντος βάρους |
draft of a boat | βύθισμα πλοίου |
draining a spring | στράγγιση πηγής |
to draw up a tariff | καθορίζω τιμολόγιο |
dredging a canal | βυθοκόρηση διώρυγας |
drilling of a borehole | διάτρηση φρέατος |
drilling of a borehole | διάνοιξη φρέατος |
drop shunt of a track circuit | οριακή αντίσταση κυκλώματος γραμμής για την αποδιέγερση ηλεκτρονόμου γραμμής |
drop shunt of a track circuit | οριακή αντίσταση κυκλώματος γραμμής |
dry weight of a soil | ξηρό βάρος εδάφους |
dung channel scraper fitted to a two-wheeled tractor | φορτωτικό φτυάρι προσαρμοσμένο σε δίτροχο ελκυστήρα για την μεταφοράτης κοπριάς |
duplication of a train | πρόβλεψη για ενισχυμένη αμαξοστοιχία |
duplication of a train | διπλασιασμός μιας αμαξοστοιχίας |
easing of a bend | εξομάλυνση καμπής |
EC type-approval of a vehicle with regard to emissions and vehicle repair and maintenance information | έγκριση ΕΚ τύπου οχήματος όσον αφορά τις εκπομπές και τις πληροφορίες επισκευής και συντήρησης |
electric operation of a lock gate | ηλεκτρικός χειρισμός λειτουργίας ενός θυροφράγματος δεξαμενής ανύψωσης |
electric working of a lock gate | ηλεκτρικός χειρισμός λειτουργίας ενός θυροφράγματος δεξαμενής ανύψωσης |
to engage a gear | βάζω κάποια ταχύτητα |
erosion of a slope | διάβρωση πρανούς |
execution of a flight | εκτέλεση πτήσης |
to explode a detonator | σκάω κροτίδα |
to explode a detonator | προκαλώ έκρηξη κροτίδας |
to explode a detonator | εκρήγνυω κροτίδα |
to explode a torpedo | προκαλώ έκρηξη κροτίδας |
to explode a torpedo | εκρήγνυω κροτίδα |
to explode a torpedo | σκάω κροτίδα |
external sheet-metal covering of a vehicle | εξωτερική μεταλλική επένδυση οχήματος |
extracting a sheet pile | εκρίζωση πασσαλοσανίδας |
extra-urban cycle characterised by a synthesised driving pattern | υπεραστικός κύκλος που χαρακτηρίζεται από σύνθετη μορφή οδήγησης |
facing of a bank | λιθεπένδυση του πρανούς |
facing route to a service line | κατευθείαν είσοδος σε υπηρεσιακή γραμμή |
facing route to a service line | άμεση είσοδος σε υπηρεσιακή γραμμή |
filling a caisson | πλήρωση του πλωτού κιβωτίου |
filling and emptying of a canal lock with economizing basin | πλήρωση και εκκένωση δεξαμενής ανύψωσης σε διώρυγα,εφοδιασμένη με δεξαμενή αποταμίευσης |
filling of a cofferdam | επίχωση προφράγματος |
floating a grounded ship | επανάπλευση προσαραγμένου πλοίου |
floor of dry dock and foundation of machinery house on a general base of lean concrete | δάπεδο ναυτικής δεξαμενής και θεμελίωση του κτιρίου μηχανών πάνω σε γενική κοιτόστρωση από ισχνό σκυρόδεμα |
foot of a screw pile | πέλμα βιδωτού πασσάλου |
forces acting on a wall | δυνάμεις επί ενός τοίχου |
to form a train | ταξινομώ τα φορτηγά βαγόνια στη σύνθεση της αμαξοστοιχίας |
to form a train | σχηματίζω τη σύνθεση μιας αμαξοστοιχίας |
front and back bolsters, stakes and center pale of a steel chassis | οι φέροντες εγκάρσιοι δοκοί,οι κλίμακες και ο κεντρικός σκελετός του μεταλλικού πλαισίου |
front section of a train | κεφαλή αμαξοστοιχίας |
front section of a train | εμπρόσθιο τμήμα αμαξοστοιχίας |
glass pane with a double curve | υαλοπίνακας διπλής κυρτότητας |
glass pane with a single curve | υαλοπίνακας μονής κυρτότητας |
gradient diagram of a line | κατατομή γραμμής |
gradient diagram of a line | διάγραμμα των κλίσεων γραμμής |
graphic representation of journey times in the form of a tree | δενδροειδής παράσταση των χρόνων διαδρομής |
Green paper on the impact of transport on the environment : a Community strategy for "sustainable mobility" | Πράσινη βίβλος σχετικά με τις επιπτώσεις των μεταφορών στο περιβάλλον: μια κοινοτική στρατηγική για "Βιώσιμη Κινητικότητα" |
Green Paper : Towards a new culture for urban mobility | Πράσινο βιβλίο: Διαμόρφωση νέας παιδίας αστικής κινητικότητας |
gross load of a train | μικτό φορτίο αμαξοστοιχίας |
gross load of a train | μικτό βάρος αμαξοστοιχίας |
half of a pair of switches | ημι-αλλαγή |
handhold for a passenger | διάταξη συγκράτησης των επιβατών |
handing over a watch | παράδοση φυλακής |
harbour on a sandy shore | λιμένας σε αμμώδη ακτή |
hauling of a train | έλξη αμαξοστοιχίας |
hauling of in a tow line | τράβηγμα των παλαμαριών πρόσδεσης |
hawser used at refloating a vessel | σχοινί χρησιμοποιούμενο στην επανεπίπλευση ενός σκάφους |
hawser used at refloating a vessel | ρύμα χρησιμοποιούμενο στην επανεπίπλευση ενός σκάφους |
high point on a track | σημείο ψηλό της γραμμής |
to hold a muster of the passengers held on departure of the ship | καλώ τους επιβάτες σε συγκέντρωση κατά την αναχώρηση του πλοίου |
horizontal section across the upper gates of a lock | οριζοντία τομή διά μέσου των ανάντη θυροφραγμάτων μιας δεξαμενής ανύψωσης |
horizontal section of the shaft of a high cylindrical valve | οριζόντια τομή φρέατος υψηλού κυλινδρικού θυροφράγματος |
hump or summit in a gravity yard | ράμπα διαλογής |
hump or summit in a gravity yard | ράχη διαλογής |
hump or summit in a gravity yard | ράχη αποσύνθεσης αμαξοστοιχίας |
hump or summit in a gravity yard | ράμπα αποσύνθεσης μιας αμαξοστοιχίας |
ILS Point A | Σημείο Α Συστήματος Προσγειώσεως δι'Οργάνων |
IMO resolution A 648 | του ΔΝΤ |
IMO resolution A 578 | Απόφαση Α 578 |
IMO resolution A 578 | του ΔΝΤ |
IMO resolution A 648 | Απόφαση Α 648 |
inclination angle of a windscreen | γωνία κλίσης του ανεμοθώρακα |
inclination angle of a windscreen | γωνία κλίσης ενός αλεξήνεμου |
incorporation of a vehicle | προσθήκη οχήματος σε αμαξοστοιχία |
incorporation of a vehicle in a train | προσθήκη οχήματος σε αμαξοστοιχία |
indicator circuit of a door | κύκλωμα δεικτών θύρας |
indicator circuit of a door | κύκλωμα δείκτη θύρας |
instrument for the determination of a ship's position | όργανο προσδιορισμού του στίγματος |
instrument for the determination of a ship's position | όργανο προσδιορισμού της θέσης |
introduction of a train | πρώτη δρομολόγηση αμαξοστοιχίας |
irregular application of a tariff | αντικανονική χρησιμοποίηση τιμολογίου |
irregular application of a tariff | αντικανονική εφαρμογή τιμολογίου |
to keep a look-out by hearing | εκτελώ υπηρεσία οπτήρα με την ακοή |
to keep a look-out by sight | εκτελώ υπηρεσία οπτήρα με την όραση |
to keep a ship out of a sea trough | τήρηση σκάφους εκτός των κοιλωμάτων των κυμάτων |
to lay in a track | τοποθετώ στη γραμμή |
to lay up a ship | παροπλίζω ένα πλοίο |
to lay up a ship | αχρηστεύω ένα πλοίο λόγω βλάβης |
laying of a second track | διπλασιασμός της γραμμής |
laying of a second track | στρώση δεύτερης γραμμής |
laying out a canal | κατασκευή διώρυγας |
layout of a road | χάραξη οδού |
leading bogie of a locomotive | εμπρόσθιο φορείου κινητηρίου οχήματος |
leakage into a cofferdam | διασωληνισμός |
length of a block section | μήκος τμήματος αποκλεισμού |
length of a ship | μήκος του πλοίου |
length of a vessel | μήκος ενός σκάφους |
lifting of a track | ανύψωση γραμμής |
lighten a wagon | μειώνω φορτίο φορτηγού |
lighten a wagon | ελαφρύνω φορτηγό |
lighters a-board ship | πλοίο για φορτηγίδες τύπου LASH |
lightness in weight of a coach | ελαφρότητα άμαξας |
limit of carrying capacity of a vehicle | όριο χωρητικότητας οχήματος |
limit of carrying capacity of a vehicle | όριο μεταφορικής ικανότητας οχήματος |
limit of loading capacity of a vehicle | όριο μεταφορικής ικανότητας οχήματος |
limit of loading capacity of a vehicle | όριο χωρητικότητας οχήματος |
load limit of a vehicle | όριο χωρητικότητας οχήματος |
load limit of a vehicle | οριακό φορτίο οχήματος |
load limit of a vehicle | όριο μεταφορικής ικανότητας οχήματος |
location line of a road | χάραξη οδού |
location route of a road | χάραξη οδού |
log incorporating a counter | δρομόμετρο με μετρητή |
longitudinal section of a dry dock | κατά μήκος τομή μιας ναυτικής δεξαμενής |
longitudinal section of a graving dock | κατά μήκος τομή μιας ναυτικής δεξαμενής |
longitudinal section of the upper entrance of a lock | κατά μήκος τομή της ανάντη κεφαλής δεξαμενής ανύψωσης |
machinery space of category A | μηχανοστάσιο κατηγορίας Α |
to maintain a connection | διατηρώ ανταπόκριση |
to maintain a safe watch | τήρηση ασφαλούς φυλακής |
to make a journey | πραγματοποιώ μιά διαδρομή |
to make a river navigable | καθιστώ έναν ποταμό πλωτό |
to make a trial trip | κάνω δοκιμαστικό πλόα |
to make a trip | πραγματοποιώ μιά διαδρομή |
to manage a boat under sail | ιστιοπλοώ |
manoeuvring of a caisson by pivoting | χειρισμοί θυροπλοίου με περιστροφή |
to marshal a train | σχηματίζω τη σύνθεση μιας αμαξοστοιχίας |
marshalling of a train in a specified order | σύνθεση συρμού |
marshalling of a train in a specified order | ταξινόμηση φορτηγών στη σύνθεση |
marshalling of a train in a specified order | διευθέτηση αμαξοστοιχίας |
marshalling of a vehicle | προσθήκη οχήματος σε αμαξοστοιχία |
master on a ship | πλοίαρχος |
master on a ship | πρώτος αξιωματικός καταστρώματος |
Master Plan for a European road transport network | ρυθμιστικό σχέδιο των διευρωπαϊκών οδικών δικτύων |
measure granting a derogation | μέτρο παρέκκλισης |
mechanical performance of a traction motor | μηχανική συμπεριφορά ενός κινητήρα έλξης |
metal section used as a cross-bar | μορφοσίδηρος για εγκάρσια δοκάρια |
metal section used as a cross-bar | μορφοσίδηρος για διαδοκίδες |
method of braking a wagon | σύστημα πέδης φορτηγού |
method of braking a wagon | μέθοδος πέδης φορτηγού |
modification of timing of a train | τροποποίηση δρομολογίου αμαξοστοιχίας |
moisture content of a soil | υγρασιακό περιεχόμενο εδάφους |
moisture content of a soil | περιεχόμενη υγρασία εδάφους |
motor vehicles ... with an unladen weight of more than ... , a total laden weight of ... or more | αυτοκίνητα οχήματα ... με απόβαρο περισσότερο από... , με συνολικό μεικτό βάρος ίσο ή μεγαλύτερο από ... |
to mount a set of wheels | συναρμολογώ άξονα με τροχούς |
node of a core | κόμβος κυψελοειδούς διάταξης |
normal carrying capacity of a vehicle | κανονικό ωφέλιμο φορτίο ενός οχήματος |
normal carrying capacity of a vehicle | ωφέλιμη φορτοϊκανότητα |
normal carrying capacity of a vehicle | ικανότητα φορτίου |
normal condition of use of a vehicle | κανονική κατάσταση χρήσης ενός οχήματος |
normal loading capacity of a vehicle | ικανότητα φορτίου |
normal loading capacity of a vehicle | κανονικό ωφέλιμο φορτίο ενός οχήματος |
normal loading capacity of a vehicle | ωφέλιμη φορτοϊκανότητα |
normal position of a movable component | κανονική θέση χρήσης ενός κινητού μέρους |
normal position of use of a movable component | κανονική θέση χρήσης ενός κινητού μέρους |
normal resistance of a vehicle | αντίσταση οχήματος |
normal resistance of a vehicle | ίδια αντίσταση οχήματος |
normal vacuum of a through vacuum brake | υποπίεση λειτουργίας σε πέδη κενού |
normal vacuum of a through vacuum brake | δημιουργία κανονικού κενού για τη λειτουργία πέδης κενού |
to observe a regulation stop | προβλέπω στάθμευση |
occupation of a line | κατάληψη μιας γραμμής |
officer in a supernumerary capacity | υπεράριθμος αξιωματικός καταστρώματος |
official approval of a tariff | έγκριση τιμολογίου |
ovalization of a wheel tyre | ωοειδές επισώτρου τροχού |
ovalization of a wheel tyre | μη κυκλικότητα επισώτρου τροχού |
to overrun a signal | παραβιάζω σήμα |
to overrun a signal | ξεπερνώ το σήμα |
to overrun a signal | δεν λαμβάνω υπόψη ένα σήμα |
overtake a vessel | προσπερνώ |
overtaking of a train | υπέρβαση αμαξοστοιχίας |
overtaking of a train | προσπέραση αμαξοστοιχίας |
to park a train | τοποθετώ αμαξοστοιχία σε γραμμή στάθμευσης |
to park a train | τοποθετώ αμαξοστοιχία σε παρακαμπτήριο |
to park a train | σταθμεύω αμαξοστοιχία |
park condition of a vehicle | συνθήκες στάθμευσης οχήματος |
park condition of a vehicle | συνθήκη στάθμευσης ενός οχήματος |
park condition of a vehicle | κατάσταση στάθμευσης ενός οχήματος |
participation in a tariff | συμμετοχή στην ολική τιμή εισιτηρίου |
participation in a tariff | συμμετοχή σε τιμολόγιο |
passenger car which corresponds to a model within the contract programme | ιδιωτικά αυτοκίνητα που αντιστοιχούν σε βασικό μοντέλο της σειράς προϊόντων που αναφέρεται στη συμφωνία |
passenger car which corresponds to a model within the contract range | ιδιωτικά αυτοκίνητα που αντιστοιχούν σε βασικό μοντέλο της σειράς προϊόντων που αναφέρεται στη συμφωνία |
passenger travelling on his own account on a reduced fare basis | επιβάτης που ταξιδεύει για δικό του λογαριασμό με μειωμένη τιμή ναύλου |
passenger travelling without a valid ticket | επιβάτης χωρίς έγκυρο τίτλο μεταφοράς |
passenger travelling without a valid ticket | επιβάτης που ταξιδεύει αντικανονικά |
period during which a locomotive is out of service | διάρκεια μη διαθεσιμότητας μιας μηχανής |
period during which a locomotive is out of service | διάρκεια ακινησίας μιας μηχανής |
period of a rhythmic light | περίοδος ενός ρυθμικού φανού |
period of immobilisation of a vehicle | διάρκεια μη διαθεσιμότητας ενός οχήματος |
period of immobilisation of a vehicle | διάρκεια ακινησίας ενός οχήματος |
period of unavailability of a vehicle | διάρκεια μη διαθεσιμότητας ενός οχήματος |
period of unavailability of a vehicle | διάρκεια ακινησίας ενός οχήματος |
periodic servicing of a motor vehicle | περιοδική συντήρηση μηχανοκινήτων οχημάτων |
periodical maintenance of a vehicle | περιοδική συντήρηση οχήματος |
to place a wagon out of service | αποσύρω από την κυκλοφορία φορτηγό βαγόνι |
plan of a dry dock | κάτοψη μιας ναυτικής δεξαμενής |
plan of a graving dock | κάτοψη μιας ναυτικής δεξαμενής |
plan of a timber foundation | κάτοψη ενός ξύλινου κατωφλίου |
plugging up a spring | έμφραξη πηγής |
porosity of a bituminous mixture | πορώδες ασφαλτικού μείγματος |
power of a light | ισχύς φανού |
to prepare a reference area | να προετοιμασθεί ένα επίπεδο αναφοράς |
to prepare a route | σχεδιάζω δρομολόγιο |
to prepare a route | καθορίζω δρομολόγιο |
prevent shunt of a track circuit | οριακή αντίσταση στο κύκλωμα της γραμμής |
prevent shunt of a track circuit | οριακή αντίσταση κυκλώματος γραμμής για την έλξη ηλεκτρονόμου γραμμής |
projection of a slide raster onto the screen | προβολή στοχάστρου επί οθόνης |
pulsate in one direction of a stress | μονοσήμαντο μέγεθος μιας τάσης |
to purchase a ticket | αγοράζω εισιτήριο |
quay level surface of a dock | στέψη επιχώσεως |
quay level surface of a dock | δάπεδο εργασίας |
radius of action of a machine | ακτίνα δράσεως μηχανήματος |
radius of action of a machine | ακτίνα δράσεως εργαλείου |
raising a wreck | ανάσυρση ναυαγίου |
raising of a track | ανύψωση γραμμής |
raising prices to a profitable level | αναπροσαρμογή των τιμών σε επίπεδο επικερδές |
rake angle of a windscreen | γωνία κλίσης ενός αλεξήνεμου |
rake angle of a windscreen | γωνία κλίσης του ανεμοθώρακα |
to ram into the side of a vessel | επιπίπτω στην πλευρά ενός πλοίου με την πλώρη |
to ram to a dead set | κρούσεις μέχρις αρνήσεως |
range of use of a vehicle | χρησιμοποίηση ενός οχήματος |
range of use of a vehicle | πεδίο χρήσης ενός οχήματος |
rate for a complete trainload | τιμολόγιο "πλήρης συρμός" |
rated depression of a through vacuum brake | δημιουργία κανονικού κενού για τη λειτουργία πέδης κενού |
rated depression of a through vacuum brake | υποπίεση λειτουργίας σε πέδη κενού |
recovery of a bituminous material | ανάκτηση ασφαλτικού υλικού |
rectification of a load | διευθέτηση φορτίου |
to reeve a rope through a block | περνώ ένα σχοινί στην τροχαλία |
to reeve a rope through a block | διείρω σχοινί |
refilling against a structure or work | επίχωση όπισθεν τεχνικού έργου |
refloating a wreck | ανανηολόγηση πλοίου |
to remove a tyre | ξεμοντάρω το επίσωτρο |
to remove a tyre | αφαιρώ το επίσωτρο |
to report the bearing of a sound signal | αναφέρω τη διόπτευση ηχητικού σήματος |
to request permission for a train to proceed | ζητώ την είσοδο ενός τρένου |
rider of a two-wheel motor vehicle | οδηγός δίτροχου |
rider of a two-wheel motor vehicle | μοτοσυκλετιστής |
risk to the society as a whole | κίνδυνος για την κοινωνία στο σύνολό της |
root of a gear tooth | πόδι δοντιού οδοντοτροχού |
root of a gear tooth | πους οδόντος οδοντωτού τροχού |
root of a groyne | βάση προβόλου |
route provided with a firm handhold | διαδρομή όπου υπάρχουν στερεές χειρολαβές |
route provided with a firm handhold | διάδρομος με σταθερά στηρίγματα |
run of a wagon | διαδρομή φορτηγού |
to run over a point | διέρχομαι μια βελόνη αλλαγής |
to run over a point | περνώ ψαλίδι |
to run over a point | διέρχομαι αλλαγή τροχιάς |
schedule a train | προγραμματίζω δρομολόγιο αμαξοστοιχίας |
schedule a train | δρομολογώ αμαξοστοιχία |
scope of application of a tariff | περιοχή εφαρμογής τιμολογίου |
scope of application of a tariff | πεδίο εφαρμογής ενός τιμολογίου |
section of a tariff | τεύχος τιμολογίου |
sector of a sector light | τομέας ενός φανού με τομείς |
to set a brake in operating position | ενεργοποιώ την πέδη |
to set a brake in operating position | βάζω την πέδη σε θέση λειτουργίας |
to set a heading to | να τεθεί πορεία προς |
to set back a set of wagons | οπισθοδρομώ συρμό |
to set up a route | σχεδιάζω δρομολόγιο |
ship with a full deck | πλοίο με πλήρες κατάστρωμα |
ship with a rake of keel | πλοίο με επικλινή τρόπιδα |
to shunt back a train | σταθμεύω αμαξοστοιχία |
to shunt back a train | τοποθετώ αμαξοστοιχία σε γραμμή στάθμευσης |
to shunt back a train | τοποθετώ αμαξοστοιχία σε παρακαμπτήριο |
shunting test of a wagon | δοκιμή φορτηγού βαγονιού σε πρόσκρουση |
side of a tumbler | πλευρά |
site of a gauge | εγκατάσταση υδρομετρικού σταθμού |
slack action of the vehicles in a train | ταπονιάρισμα οχημάτων αμαξοστοιχίας |
slack action of the vehicles in a train | κρούσεις οχημάτων αμαξοστοιχίας |
SNCF signalling device for pulling off a stop signal on a time-lag basis | συσκευή "Gagug" |
SNCF signalling device for pulling off a stop signal on a time-lag basis | ειδική συσκευή σηματοδότησης Gagug |
speed limit over a section of track | ταχύτητα οριακή σε ένα τμήμα γραμμής |
to spring a leak | παθαίνω διαρροή |
to stable a locomotive | βάζω τη μηχανή σε υπόστεγο |
to stable a locomotive | ρεμιζάρω μηχανή |
to stable a locomotive | τοποθετώ μηχανή σε υπόστεγο |
to stable a train | σταθμεύω αμαξοστοιχία |
to stable a train | τοποθετώ αμαξοστοιχία σε παρακαμπτήριο |
stabling of a train | στάθμευση μιας αμαξοστοιχίας |
stabling of a wagon at a siding | στάθμευση ενός βαγονιού σε γραμμή απόθεσης |
staging point for a goods train | σταθμός στάσης εμπορικής αμαξοστοιχίας |
staging station for a goods train | σταθμός στάσης εμπορικής αμαξοστοιχίας |
to stamp with a punch | να πονταρισθεί |
standstill of a wagon | προγραμματισμένη ακινησία ενός βαγονιού |
standstill of a wagon | αργία ενός φορτηγού βαγονιού |
standstill of a wagon | απραξία ενός φορτηγού βαγονιού |
state of stress at a point | κατάσταση τάσης σημείου |
station at which a train is split up | σταθμός διάλυσης αμαξοστοιχίας |
station at which a train is split up | σταθμός αποσύνθεσης αμαξοστοιχίας |
station attached to a centralised accountancy office | σταθμός εξαρτημένος |
station included in a tariff | σταθμός περιλαμβανόμενος σε τιμολόγιο |
station not included in a tariff | σταθμός μη περιλαμβανόμενος σε τιμολόγιο |
staunching strip for the leaf of a metal gate | επένδυση στεγανοποίησης για φύλλο ενός μεταλλικού θυροφράγματος |
stoppage of a vehicle | ακινησία οχήματος |
strengthening of a train | ενίσχυση αμαξοστοιχίας |
stress in a section | τάση σε διατομή |
structure of a tyre | δομή επισώτρου |
structure of a tyre | δομή ελαστικού επισώτρου |
substructure of a bridge | υποδομή γέφυρας |
to swing round a light or a flag in case of distress | κινώ κυκλικά ένα φως ή μια σημαία σε περίπτωση κινδύνου |
switch end of a turn-out | έξοδος της καρδιάς διασταύρωσης |
to switch over a train | διευθετώ με τη βοήθεια της αλλαγής την πορεία των τρένων |
to take a curve at speed | διέρχομαι με ταχύτητα από μια στροφή |
to take a curve at speed | διέρχομαι με ταχύτητα από καμπύλο τμήμα γραμμής |
to take a curve at speed | διέρχομαι καμπύλη χωρίς περιορισμό ταχύτητας |
to take a list | παίρνω εγκάρσια κλίση |
to take a point | διέρχομαι μια βελόνη αλλαγής |
to take a point | περνώ ψαλίδι |
to take a point | διέρχομαι αλλαγή τροχιάς |
to take a sigHt | διοπτεύω |
to take a tow | ρυμουλκώ |
to take a turn with rope | φέρνω βόλτα σχοινί |
to take a turn with rope | φέρνω βόλτα κάβο |
to take a yaw | παροιακίζω |
take a yaw | παροιακίζω |
to take a yaw | παρατιμονιάζω |
take a yaw | στροφική οριζόντια κίνηση |
take a yaw | κάνω παρατιμονιάκν. |
to take in a reef | σειροδετώ μούδα |
to take in a reef | ελαττώνω την επιφάνεια ιστών |
taking over a watch | ανάληψη και αποδοχή φυλακής |
tapping of a circuit | χάραξη ενός κυκλώματος |
tapping of a circuit | αποτύπωση ενός κυκλώματος |
tariff on a mileage basis | τιμολόγιο σταθερής βάσης |
tariff on a mileage basis | τιμολόγιο με χιλιομετρική βάση |
tariff on a uniform basis | τιμολόγιο με χιλιομετρική βάση |
tariff on a uniform basis | τιμολόγιο σταθερής βάσης |
the action of a filter well lowers the level of th water-table | η λειτουργία ενός διηθητικού φρέατος προκαλεί καταβιβασμό της στάθμης του υδροφόρου ορίζοντα |
the barge enters a port a lock | ένα πλοίο εισέρχεται σε ένα λιμένα |
the kerb channel/gutter is formed by a raised kerb and a portion of the road surface | τμήμα της κατασκευής του οδοστρώματος |
the outlet of a canal into a river | διάρρους εκβολής διώρυγας |
the outlet of a canal into a river | στόμιο εκβολής διώρυγας |
the outlet of a canal into a river | άνοιγμα εκβολής διώρυγας |
the way of a barge is checked by letting go the anchor | η ταχύτητα πλεύσεως του πλοίου μειώνεται με τη ρίψη της άγκυρας |
to touch at a port | πιάνω σ'ένα λιμένα |
trench for a road | οδός σε όρυγμα |
turn co-ordinator incorporating a slip indicator | συντονιστής στροφών με ενσωματωμένο ενδείκτη κλίσεων |
to turn off a train | τοποθετώ αμαξοστοιχία σε παρακαμπτήριο |
turn round a vehicle | περιστρέφω όχημα |
turnout with a flat-angle crossing | διακλάδωση με μικρή γωνία διασταύρωσης |
usable length of a platform | ωφέλιμο μήκος κρηπιδώματος |
vehicle equipped with a drive axle with air suspension | όχημα με ένα κινητήριο άξονα και πνευματική ανάρτηση |
vehicle having a roof of rigid construction | όχημα με ανένδοτη οροφή |
vehicle having a roof of rigid construction | όχημα με σκληρή οροφή |
vehicle having a roof of rigid construction | όχημα με άκαμπτη οροφή |
vertical lift valve in a leaf of ametal gate | δικλείδα ολισθαίνουσα μέσα σε φύλλο μεταλλικού θυροφράγματος |
vertical section of a high cylindrical valve | κατακόρυφη τομή υψηλού κυλινδρικού θυροφράγματος |
vessel flying a national flag | σκάφος υπό εθνική σημαία |
vessel flying the flag of a Member State | πλοίο που φέρει τη σημαία κράτους μέλους |
vessel without a flag | πλοίο χωρίς εθνικότητα |
vision area A | οπτική ζώνη Α |
voids of a soil | όγκος κενών εδάφους |
to wait for a connection | περιμένω ανταπόκριση |
walking tractors enable ploughing up to the edge of a field | οι δίτροχοι ελκυστήρες επιτρέπουν το όργωμα στις άκρες του αγρού "κεφαλάρια" |
wheel fitted with a tyre | τροχός που φέρει συμπαγές επίσωτρο |
wheel fitted with a tyre | τροχός που φέρει κοίλο επίσωτρο |
wheel-base of a bogie | διαξόνιο φορείου |
wheel-base of a vehicle | διαξόνιο οχήματος |
width of a tyre | διατομή του ελαστικού |
to withdraw a coach | αφαιρώ επιβατάμαξα |
to withdraw a coach | αφαιρώ φορτηγό βαγόνι |
to withdraw a coach | αποσύρω φορτηγό βαγόνι |
to withdraw a coach | αποσύρω επιβατάμαξα |
withdraw a consignment note | αποσύρω φορτωτική |
to withdraw a wagon | αφαιρώ φορτηγό βαγόνι |
to withdraw a wagon | αποσύρω φορτηγό βαγόνι |
to withdraw a wagon | αφαιρώ επιβατάμαξα |
to withdraw a wagon | αποσύρω επιβατάμαξα |