DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Transport containing 1, 1 | all forms
EnglishGreek
Additional Protocol No 1 to Amend the Convention for the Unification of Certain Rules relating to International Carriage by Air signed at Warsaw on 12 October 1929Πρόσθετο Πρωτόκολλο αριθ. 1 που τροποποιεί τη Σύμβαση για την ενοποίηση ορισμένων κανόνων σχετικών με τις διεθνείς αεροπορικές μεταφορές που υπογράφτηκε στη Βαρσοβία στις 12 Οκτωβρίου 1929
Agreement in the form of an Exchange of Letters between the European Community and the Republic of Croatia concerning the system of ecopoints to be applied to Croatian transit traffic through Austria as from 1 January 2003Συμφωνία υπό μορφή ανταλλαγής επιστολών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Δημοκρατίας της Κροατίας για το σύστημα οικοσημείων που πρόκειται να εφαρμοστεί στην κροατική διαμετακομιστική κυκλοφορία μέσω της Αυστρίας από την 1η Ιανουαρίου 2003
1/20 cantκλίση 1/20
category 1 airportκεντρικός αερολιμένας
category 1 bending modeφωτισμός στροφής κατηγορίας 1
category M1κατηγορία M1
category N1κατηγορία N1
conical tread of 1/20κωνικότητα 1/20
engineer officer Class 1πρώτος μηχανικός
engineer officer Class 1πρώτος μηχανικός πλοίων
main reservoir No.1κύρια δεξαμενή Νο 1
main reservoir No.1κεντρικό αεροφυλάκιο Νο 1
1 000 mm wrap around distanceαπόσταση περιτύλιξης 1 000 mm
motor vehicle,category N1όχημα με κινητήρα,κατηγορία Ν1
Performance Class 1επιδόσεις κατηγορίας 1
power-driven vehicle of category M1όχημα με κινητήρα,κατηγορίας Μ1
rate 1 turnστροφή σταθερού ρυθμού
special tariff for part-load consignment between 1 and 5 tειδικό τιμολόγιο μαζικών αποστολών εμπορευμάτων