DictionaryForumContacts

   Greek Spanish
Terms for subject Transport containing 1 | all forms
GreekSpanish
αποδεκτό επίπεδο ποιότητας ; επίπεδο αποδεκτής ποιότητας; 1. αποδεκτό επίπεδο ποιότητας 2. επίπεδο αποδεκτής ποιότηταςnivel de calidad aceptable
δάπεδο 1ου θαλάμου δεξαμενής ανύψωσηςsolera del cuenco
επιδόσεις κατηγορίας 1performance clase 1
κλίση 1/20inclinación de 1/20
κοιτόστρωση 1ου θαλάμου δεξαμενής ανύψωσηςsolera del cuenco
κωνικότητα 1/20conicidad de 1/20
Πρόσθετο Πρωτόκολλο αριθ. 1 που τροποποιεί τη Σύμβαση για την ενοποίηση ορισμένων κανόνων σχετικών με τις διεθνείς αεροπορικές μεταφορές που υπογράφτηκε στη Βαρσοβία στις 12 Οκτωβρίου 1929Protocolo Adicional número 1 que modifica el Convenio para la unificación de ciertas reglas relativas al transporte aéreo internacional firmado en Varsovia el 12 de octubre de 1929
1/4ρθια θέσηposición vertical
όχημα με κινητήρα,κατηγορία Ν1vehículo de motor categoría N1
όχημα με κινητήρα,κατηγορίας Μ1vehículo de motor de la categoría M1