DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Demography containing κατοικία | all forms
GreekEnglish
άθλια κατοικίαpoor housing
απόθεμα κατοικιώνhousing effectives
απόθεμα κατοικιώνexisting housing stock
απόθεμα κατοικιώνhousing stock
απόθεμα κατοικιώνdwelling stock
δευτερεύουσα κατοικίαsecond home
δεύτερη κατοικίαsecondary residence
δεύτερη κατοικίαsecond home
ενοικιαζόμενη κατοικίαtenement
ενοικιαζόμενη κατοικίαrented accommodation
εξαθλιωμένη κατοικίαpoor housing
ετήσιος ρυθμός οικοδόμησης κατοικίαςyearly rate of housing construction
ζήτηση κατοικιώνhousing demand
ζήτηση κατοικιώνeffective demand for housing
κατάλληλη κατοικίαsuitable housing
κατοικία για ανύπαντρα άτομαhome for single persons
κατοικία με μειωμένο ενοίκιοsubsidised housing
κατοικία με μειωμένο ενοίκιοreduced rent accommodation
κατοικία που ανήκει σε εταιρείαcompany flat
κατοικία που ανήκει σε εταιρείαcompany owned dwelling
κατοικία που ανήκει σε εταιρείαcompany owned flat
κατοικία που ανήκει σε εταιρείαcompany dwelling
κατοικίες για την τρίτη ηλικίαdwelling for the elderly
κατοικίες για την τρίτη ηλικίαold age pensioners'dwelling
κατοικίες για την τρίτη ηλικίαdwelling for elderly people
κατοικίες ηλικιωμένωνdwelling for the elderly
κατοικίες ηλικιωμένωνold age pensioners'dwelling
κατοικίες ηλικιωμένωνdwelling for elderly people
κτίρια μη προοριζόμενα για κατοικίαnon-residential buildings
μονάδα κατοικίαςhousing unit
ποιότητα κατοικίαςquality for human habitation
ποιότητα κατοικίαςhousing quality