DictionaryForumContacts

   French
Terms for subject Banking containing AS | all forms
FrenchGreek
actif à faible risqueστοιχείο ενεργητικού χαμηλού κινδύνου
avoir bancaireπιστωτικό υπόλοιπο τραπεζικού λογαριασμού
avoir en banqueπιστωτικό υπόλοιπο τραπεζικού λογαριασμού
banque de dépôt à court termeπιστωτικά ιδρύματα
banque à caractère régionalπεριφερειακή τράπεζα
billet à ordreγραμμάτιο εις διαταγήν
garant à première demandeεγγυητής σε πρώτη ζήτηση
ordre de paiement à échéanceεντολή πληρωμής που υποβάλλεται εκ των προτέρων
professionnels appelés à manipuler des espècesφορείς που διαχειρίζονται μετρητά