DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Fish farming pisciculture containing ομάδα | all forms
GreekEnglish
ομάδα-00-group
Ομάδα αλιευτικής δράσηςfisheries action group
ομάδα αποθεμάτωνgroup of stocks
ομάδα αποθεμάτωνcomplex of stocks
Ομάδα Δράσης για τη Θαλάσσια ΠέστροφαSea Trout Action Group
ομάδα ειδώνgroup of species
ομάδα επιθεώρησηςinspection team
Ομάδα Εργασίας "Αλιεία"Working Party on Fisheries
ομάδα εργασίας αρμόδια για "προβλήματα αλιείας"Working Group on fisheries
Ομάδα εργασίας για τον έλεγχο και την επιβολή μέτρωνWorking Group on Control and Enforcement
ομάδα εργασίας για τον υπολογισμό των αποθεμάτων ιχθύωνWorking Group on Fish Stock Assessment
Ομάδα Νομικών και Τεχνικών ΕμπειρογνωμόνωνWorking Party of Legal and Technical Experts
Ομάδα τοπικής δράσης για την αλιείαFisheries Local Action Group