Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Bulgarian
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
French
German
Italian
Lithuanian
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Spanish
Terms
for subject
Communications
containing
χειρισμός
|
all forms
Greek
English
ανεξάρτητος
χειρισμός
isolated control
ανεξάρτητος
χειρισμός
individual control
ατομικός
χειρισμός
isolated control
ατομικός
χειρισμός
individual control
αυτόματος
χειρισμός
των αλλαγών
automatic points control
αυτόματος
χειρισμός
των οργάνων γραμμής
automatic control
ηλεκτρικός
χειρισμός
των σημάτων
electric control of signals
κεντρικός
χειρισμός
των σημάτων
centralized control of signals
μεταφορά και
χειρισμός
έργου
job transfer and manipulation
πολλαπλός
χειρισμός
χειριστηρίου
multiple console operation
χειρισμός
από απόσταση
remote control
χειρισμός
από απόσταση
teleregulation
χειρισμός
από απόσταση
telecontrol
χειρισμός
από απόσταση
distant control
χειρισμός
από απόσταση των τροχιών αλλαγής κατεύθυνσης
remote control of points
χειρισμός
ασυρμάτου σε θαλασσοπλοούντα πλοία
radio service in a sea-going ship
χειρισμός
ελάχιστης ολίσθησης
minimum-shift keying
χειρισμός
εξ αποστάσεως
remote control
χειρισμός
κλήσης
call handling
χειρισμός
λειτουργίας
operational action
χειρισμός
λειτουργίας-διακοπής
on-off keying
χειρισμός
λειτουργίας-διακοπής των διαμορφουσών ακουστών συχνοτήτων
on-off keying of the modulating audio frequencies
χειρισμός
με αποκατάσταση-διακοπή
start-stop modulation
χειρισμός
με αποκατάσταση-διακοπή
on-off keying
χειρισμός
με ατέρμονα κοχλία
worm gear
χειρισμός
με επαφές
touch control
χειρισμός
με κωδικοποιημένο ρεύμα
coded current control
χειρισμός
με πλήκτρα
touch control
χειρισμός
πακέτων
packet handling
χειρισμός
πτήσης με έλεγχο διατοιχισμού
roll attitude control
χειρισμός
πτήσης με έλεγχο επιτάχυνσης
acceleration type control
χειρισμός
σύμφωνα με μοντέλο
model reference control
χειρισμός
των σημάτων
control of signals
Get short URL