DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Communications containing πολλαπλό | all forms
GreekFrench
πολλαπλό κανάλιchaînes multiples
πολλαπλό περιβάλλονenvironnement multidomaines
πολλαπλό σύστημα με διαίρεση συχνότηταςmultiplex à répartition en fréquence
πολλαπλό σύστημα με διαίρεση συχνότηταςmultiplex par partage des fréquences
πολλαπλό σύστημα με διαίρεση χρόνουmultiplexage dans le temps
πολλαπλό σύστημα με διαίρεση χρόνουmultiplexage dans le temps d'une voie de transmission
πολλαπλό σύστημα με διαίρεση χρόνουmultiplexage par partage du temps
πολλαπλό σύστημα με διαίρεση χρόνουmultiplex dans le temps
πολλαπλό σώμα μηνύματοςparties de corps multiples
πολλαπλό σώμα μηνύματοςcorps de message multi éléments