DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Communications containing ενότητα | all forms
GreekEnglish
έλεγχοι δομικών ενοτήτωνmodule controls
έλεγχοι ενοτήτωνmodule controls
απομακρυσμένη δομική ενότηταremote module
δομική ενότητα CCECCE module
δομική ενότητα αρτηρίας isdnISDN trunk module
δομική ενότητα δορυφορικής σύνδεσηςsatellite connection module
δομική ενότητα ενδιάμεσου σταθμούintermediate station
δομική ενότητα επεξεργασίας κλήσηςcall handling module
δομική ενότητα επεξεργασίας κλήσηςcall processing module
δομική ενότητα ζεύξης του isdnISDN trunk module
δομική ενότητα κατανομής μηνυμάτωνmessage distribution module
δομική ενότητα προορισμούdestination module
δομική ενότητα συνδρομητή του isdnISDN subscriber module
δομική ενότητα χρονισμούtiming module
ενότητα βασικού συστήματοςbasic system module
ενότητα σύγχρονης μεταφοράςsynchronous transport module
εξειδικευμένη δομική ενότηταspecialized module
τερματική δομική ενότητα TDMAtime division multiple access terminal module
τερματική δομική ενότητα TDMATDMA terminal module