Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Arabic
Bulgarian
Danish
Dutch
English
French
German
Italian
Latvian
Lithuanian
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Spanish
Terms
for subject
Communications
containing
αντίσταση
|
all forms
Greek
German
ακουστικά κοινά ή χειροσυσκευής με χαμηλή ακουστική σύνθετη
αντίσταση
niederohmige Hörwandler und Hörmuschel
ανοδική σύνθετη
αντίσταση
για παρεμπόδιση ταλαντώσεων
Anoden-Störschwingungsunterdrücker
αντίσταση
ακτινοβολίας
Strahlungswiderstand
αντίσταση
ακτινοβολίας κεραίας
Strahlungswiderstand
αντίσταση
αποσύζευξης
Entkopplungs-Widerstand
αντίσταση
βραχυκύκλωσης
Kurzschlußwiderstand
αντίσταση
βραχυκύκλωσης
Kurzschlußscheinwiderstand
αντίσταση
βραχυκύκλωσης
Kurzschlußimpedanz eines Vierpols
αντίσταση
διαρροής σχάρας
Gitterableitwiderstand
αντίσταση
εισόδου
Eingangsscheinwiderstand
αντίσταση
εισόδου
Eingangswiderstand
αντίσταση
εισόδου
Eingangsimpedanz
αντίσταση
κενής λειτουργίας
Leerlaufscheinwiderstand
αντίσταση
κενής λειτουργίας
Leerlaufwiderstand
αντίσταση
κενής λειτουργίας
Leerlaufimpedanz eines Vierpols
αντίσταση
κεραίας
Antennenwiderstand
αντίσταση
τερματισμού καλωδίου
Leitungsabschlusswiderstand
αντίσταση
της ατμόσφαιρας
atmosphärischer Widerstand
αντίσταση
της ατμόσφαιρας
Reflektion durch atmosphärische Unregelmäßigkeiten
αξονική ηλεκτρική
αντίσταση
διακλάδωσης
Achsnebenschlusswiderstand
αξονική ηλεκτρική
αντίσταση
διακλάδωσης
Achskurzschlusswiderstand
βέλτιστη σύνθετη
αντίσταση
φορτίου
optimale Last
βραχυκυκλωμένη αξονική
αντίσταση
Achsnebenschlusswiderstand
βραχυκυκλωμένη αξονική
αντίσταση
Achskurzschlusswiderstand
επαναληπτική χαρακτηριστική
αντίσταση
Kettenwiderstand
θερμική
αντίσταση
σταθεροποίησης ρεύματος
Belastungswiderstand
θερμική
αντίσταση
σταθεροποίησης ρεύματος
Stromregelwiderstand
θερμική
αντίσταση
σταθεροποίησης ρεύματος
Lastwiderstand
θερμική
αντίσταση
σταθεροποίησης ρεύματος
Ballastwiderstand
καλώδιο με μικρή σύνθετη
αντίσταση
niederohmiges Kabel
μη αντιδραστική σύνθετη
αντίσταση
reiner Wirkwiderstand
παρασιτική σύνθετη
αντίσταση
σχάρας για παρεμπόδιση ταλαντώσεων
Gitter-Störschwingungsunterdrücker
προσαρμοσμένη σύνθετη
αντίσταση
abgestimmte Impedanz
στάθμη ανηγμένη σε
αντίσταση
R
absoluter Spannungspegel
στοιχείο για την
αντίσταση
Widerstandselement
σύνθετη
αντίσταση
ανοικτού βρόχου
Impedanz in einer offenen Schleife
σύνθετη
αντίσταση
γραμμής
Wellenwiderstand
σύνθετη
αντίσταση
γραμμής
Leitungsimpedanz
σύνθετη
αντίσταση
εισόδου κεραίας
Speisungsimpedanz der Antenne
σύνθετη
αντίσταση
εισόδου κεραίας
Antenneneingangsimpedanz
σύνθετη
αντίσταση
κεραίας
Impedanz der Antenne
σύνθετη
αντίσταση
κλειστού βρόχου
Impedanz in einer geschlossenen Schleife
σύνθετη
αντίσταση
τροφοδότησης κεραίας
Speisungsimpedanz der Antenne
σύνθετη
αντίσταση
τροφοδότησης κεραίας
Antenneneingangsimpedanz
χαρακτηριστική σύνθετη
αντίσταση
Wellenwiderstand
Get short URL