DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Communications containing αγωγός | all forms
GreekFrench
α αγωγόςfil de pointe
αγωγός απόλυσηςfil de libération
αγωγός διέλευσης καλωδίωνconduites
αγωγός δοκιμήςfil de maintien
αγωγός εισόδου από κεραίαdescente d'antenne
αγωγός εισόδου κεραίαςpipe d'entrée d'antenne
αγωγός μέτρησηςfil de comptage
αρνητικός αγωγόςfil négatif
ατμοσφαιρικός αγωγός ιδιόμορφης διάδοσηςconduit radioélectrique
θετικός αγωγόςfil positif
ονοματιζόμενος αγωγόςcanal nommé
σωλήνωση' σήραγγα' αγωγόςbuse