DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Communications containing load | all forms | exact matches only
EnglishGreek
auto loadωτολόντ
balanced loadσυμμετρικό ηλεκτρικό φορτίο
balanced loadισοσταθμισμένο ηλεκτρικό φορτίο
busy hour loadφόρτιση στην ώρα μέγιστης κίνησης
cold loadψυχρή φόρτωση
consignment reforwarded without break of loadεκ νέου αποστολή χωρίς διακοπή φορτίου
constant loadσυνεχές φορτίο
driving mode without loadτρόπος χειρισμού χωρίς φορτίο
extra loadυπερφόρτωση
full-load capacityχωρητικότητα πλήρους φόρτου
load cycle frequencyσυχνότητα εναλλαγών φορτίων
load factorπαράγοντας φόρτωσης
load factorσυντελεστής φορτίσεως
load jitterτρέμουλο φόρτισης
load jitterαυξομείωση φορτίου
load resistorθερμική αντίσταση σταθεροποίησης ρεύματος
load resistorψυχραγωγός σταθεροποίησης ρεύματος
load sharing power supply-1 boardπλακέτα LSPS-1
load sharing power supply-1 boardφορτομεριστική πλακέτα τροφοδοσίας-1
load sharing processorεπεξεργαστής φορτομερισμού
load splitting processorεπεξεργαστής φορτοδιχασμού
load-transfer signalσήμα μεταγωγής φορτίου
load valueσυντελεστής φορτίσεως
network loadφορτίο δικτύου
offered loadπροσφερθείσα κίνηση
optimum load impedanceβέλτιστη σύνθετη αντίσταση φορτίου
predetermined load sharingπροκαθορισμένος καταμερισμός φορτίου
program loadφόρτος προγράμματος
random load sharingτυχαίος καταμερισμός φορτίου
software load managementδιαχείριση λογισμικού φόρτου
standby processor load commandεντολή SPL
standby processor load commandεντολή φόρτωσης εφεδρικού επεξεργαστή
test loadΦόρτος δοκιμής
traffic loadποσότητα κίνησης
traffic loadόγκος κίνησης
traffic loadφόρτος κίνησης
warm loadθερμή φόρτωση