DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Communications containing Individual | all forms | exact matches only
EnglishGreek
degree of individual distortionβαθμός υποκειμενικής παραμόρφωσης
degree of individual distortion of a particular significant instantβαθμός ατομικής παραμόρφωσης μιας ιδιαίτερης χαρακτηριστικής χρονικής στιγμής
distribution service with user individual presentation controlυπηρεσία διανομής με ατομικό έλεγχο παρουσίασης χρήστη
distribution service without user individual controlυπηρεσία διανομής χωρίς ατομικό έλεγχο χρήστη
distribution service without user individual presentation controlυπηρεσία διανομής χωρίς ατομικό έλεγχο χρήστη
individual case basisβάση ατομικής περίπτωσης
individual controlατομικός χειρισμός
individual controlανεξάρτητος χειρισμός
individual junction controlτοπική ρύθμιση
individual junction controlρύθμιση μεμονωμένου κόμβου
individual licenceειδική άδεια
individual lineατομική γραμμή
individual receptionατομική λήψη μέσω δορυφόρου
individual signalsδιακριτά σήματα
individual speed dialingατομικός ταχυκλητικός αριθμός
individual speed diallingατομικός ταχυκλητικός αριθμός
individual toll readout requestαίτηση αναλυτικής κατάστασης χρέωσης κλήσεων
individual transfer - all callsμεταφορά όλων των κλήσεων από σταθμό
individual transfer-all callsμεταφορά όλων των κλήσεων από σταθμό
individual trunkατομική απερχόμενη γραμμή
signal box with individual leversχειριστήριο με ατομικούς μοχλούς
signal box with individual leversθάλαμος χειρισμού με ατομικούς μοχλούς
title of individual volumeτίτλος χωριστού τόμου