DictionaryForumContacts

   Greek German
Terms for subject Communications containing 1 | all forms
GreekGerman
άμεση πρόσβαση σε στάθμη φερουσών Τ-1direkter T-1-Träger Zugriff
αριθμός 1 της τιμής εξόδου του αποκωδικοποιητήDecoderausgangswert Nummer 1
2 1/2-Δ σκιαγραφία29/2D-Skizze
εμμένουσα πολλαπλή πρόσβαση τύπου 1 με ανίχνευσηpersistent CSMA
εμμένουσα πολλαπλή πρόσβαση τύπου 1 με ανίχνευση1-persistent CSMA
ενεργοποίηση/ απενεργοποίηση Στρώματος 1Aktivierung/Deaktivierung Schicht 1 Zustandmatrix
κλασματικό T1Fractional-T1
κομιστική υπηρεσία κυκλωματικού τρόπου 3,1 kHz ακουστικών συχνοτήτωνleitungsvermittelter Audio-Tragerdienst 3,1 kHz
κυκλωματικού τρόπου ακουστική ζώνη 3,1 kHzleitungsvermittelt 3,1 kHz Audio
περίοδοι 1:1Wechselzeichen
πηγή ισχύος 1Spannungsquelle 1
0/1 πρόβλημα σακκιδίου0/1 Knapsack-Problem
στρώμα F1F1-Schicht
συσκευή τηλεομοιοτυπίας ομάδας 1Gruppe 1-Faksimilegerät
ΤΕ που τροφοδοτείται από πηγή ισχύος 1Endeinrichtung,die durch Stromversorgung 1 gespeist wird
τηλεϋπηρεσία τηλεφωνίας 3.1 kHz3,1-kHz-Telefondienst
υπεραστική φραγή των 0 και 1 στο PBXFernsperre 0 + 1 bei PBX
χαρακτηριστικά του Στρώματος 1Eigenschaften der Schicht 1