DictionaryForumContacts

   Italian
Terms for subject Sociology containing o | all forms
ItalianGreek
piano pensionistico a prestazioni definiteταμείο που δημιουργείται από εισφορές εργαζομένων και εργοδότη για όφελος των εργαζομένων
regime pensionistico a capitalizzazioneκεφαλαιοποιητικό σύστημα συντάξεων
sistema pensionistico a capitalizzazioneκεφαλαιοποιητικό σύστημα συντάξεων