DictionaryForumContacts

   Polish
Terms for subject Obsolete / dated containing A | all forms | exact matches only
PolishGreek
Dyrekcja Generalna A – AdministracjaΓενική Διεύθυνση Α - Προσωπικό και Διοίκηση
Dyrekcja Generalna A – Personel i AdministracjaΓενική Διεύθυνση Α - Προσωπικό και Διοίκηση
grypa AH1N1γρίπη των χοίρων
grypa AH1N1γρίπη του χοίρου
grypa typu A/H1N1γρίπη των χοίρων
grypa typu A/H1N1γρίπη του χοίρου
N/Aαμφισβήτηση της εαυτού πατρότητος
N/Aχειράφετος ανήλικος
nowy wirus grypy AH1N1ιός της μεξικανικής γρίπης
nowy wirus grypy AH1N1ιός της γρίπης των χοίρων