Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Arabic
Bulgarian
Chinese
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
French
German
Italian
Latvian
Lithuanian
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Spanish
Terms
for subject
Information technology
containing
σταθμός
|
all forms
Greek
English
ακραίος
σταθμός
head-end
ανώτερος
σταθμός
εργασίας
advanced workstation
Απομακρυσμένος
σταθμός
remote station
Απομακρυσμένος τερματικός
σταθμός
μαζικής επεξεργασίας
remote batch terminal
αυτόνομος
σταθμός
εργασίας
stand-alone station
αυτόνομος
σταθμός
εργασίας
single workstation
δευτερεύων
σταθμός
tributary station
εκτελεστικός
σταθμός
εργασίας
professional workstation
εκτελεστικός
σταθμός
εργασίας
executive workstation
ελέγχων
σταθμός
control station
ελεγχόμενος
σταθμός
tributary station
ενεργός
σταθμός
active station
εξαρτώμενος
σταθμός
slave station
επίγειος
σταθμός
ground-based station
επαγγελματικός
σταθμός
εργασίας
professional workstation
επαγγελματικός
σταθμός
εργασίας
executive workstation
επιλεγμένος
σταθμός
polled station
επιστημονικός
σταθμός
εργασίας υψηλών επιδόσεων
high performance scientific workstation
κεντρικός καταγραφικός
σταθμός
central recording station
κινητός
σταθμός
εργασίας
portable workstation
κινητός
σταθμός
εργασίας
mobile workstation
κινητός
σταθμός
πολλών χρηστών
multi user mobile station
κύριος
σταθμός
master station
μικρός αυτοδύναμος
σταθμός
small stand-alone
μικτός
σταθμός
combined station
παρεμβαλλόμενος
σταθμός
interfered-with station
σταθμός
βάσης τρέχουσας εξυπηρέτησης
current serving BS
σταθμός
ελέγχου
control station
σταθμός
επεξεργασίας δεδομένων
work station
σταθμός
επεξεργασίας δεδομένων
data processing station
σταθμός
εργασίας
workstation
σταθμός
εργασίας
data processing station
σταθμός
εργασίας
work station
σταθμός
εργασίας γραφικών
display console
σταθμός
εργασίας με διαμορφωμένη ροή φιλτραρισμένου αέρα
laminar-flow work station
σταθμός
εργασίας πολλαπλών λειτουργιών
multifunction workstation
σταθμός
εργασίας συγγραφικών δραστηριοτήτων πολλαπλών μέσων
multi-media authoring workstation
σταθμός
κέντρο πληροφοριών
central information station
σταθμός
, μιάς ή πολλών θέσεων, για την επεξεργασία κειμένων
stand-alone and network word processor
σταθμός
συνδρομητή
subscriber station
σταθμός
B-τρόπου εκπομπής
B-mode sending station
συνδυασμένος
σταθμός
combined station
τερματικός
σταθμός
user terminal
τερματικός
σταθμός
DATA
data station
τερματικός
σταθμός
DATA
terminal unit
τερματικός
σταθμός
DATA
user terminal
τερματικός
σταθμός
terminal
τερματικός
σταθμός
conversational terminal
τερματικός
σταθμός
γραμμής
line terminal station
φορητός
σταθμός
εργασίας
portable workstation
φορητός
σταθμός
εργασίας
mobile workstation
Get short URL