DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Information technology containing καλώδιο | all forms
GreekFrench
έλεγχος με τρίτο καλώδιοcommande troisième fil
ακραίο καλώδιοcâble de dérivation
ακραίο καλώδιοépine latérale
ακραίο καλώδιοraccordement terminal
ακραίο καλώδιοcâble de descente
αυλακωτό καλώδιοcâble cylindrique rainuré
δισύρματο καλώδιοcâble bifilaire
εξασθένηση στο καλώδιοaffaiblissement sur le câble
επίπεδο καλώδιο μετάδοσηςcâble plat de transmission
επίπεδο καλώδιο μετάδοσηςcâble de transmission plat
ζευκτικό καλώδιοliaison primaire
ζευκτικό καλώδιοtrône commun
ζευκτικό καλώδιοcâble principal
θωρακισμένο διπολικό καλώδιοcâble bifilaire blindé
καλώδιο γραμμήςcâble de ligne
καλώδιο δακτυλίουcâble d'anneau
Καλώδιο διακλάδωσηςcâble de dérivation
καλώδιο δοκιμήςcâble de test
καλώδιο με σφικτούς επενδύτεςrevêtement serré
καλώδιο μηδενικού διαποδιαμορφωτήcâble d'éliminateur de modem
καλώδιο μικρής ακτίνας καμπυλότηταςcâble pour pose en conduite à faible rayon de courbure
καλώδιο μικρών απωλειώνcâble à faibles pertes
καλώδιο οπτικών ινώνcâble optique
καλώδιο στελέχουςcâble amorce
καλώδιο σύνδεσης ακολουθιώνcordon inter-alvéoles
καλώδιο τοπικού δικτύουcâble de réseau urbain
καλώδιο χάλκινου αγωγούcâble en cuivre
μη μεταλλικό καλώδιοcâble sans éléments métalliques
οικιακό καλώδιοcâble de bâtiment
οικιακό καλώδιοcâble intérieur
οικιακό καλώδιοcâble d'immeuble
ομοαξονικό καλώδιο εξοπλισμού γραμμήςterminal électrique
συμμετρικό καλώδιο χάλκινου ζεύγουςcâble à paires symétriques
ταινιοειδές καλώδιοnappe
ταινιοειδές καλώδιοcâble plat
τακτικό στρατιωτικό καλώδιοcâble militaire tactique
υπόγειο καλώδιοcâble pour pose en tuyau
Φορτισμένο καλώδιοcâble pupinisé