DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Information technology containing short | all forms | exact matches only
EnglishGreek
adaptative shortest-path routing algorithmπροσαρμοστικός αλγόριθμος δρομολόγησης συντομότερης διαδρομής
intermittent lighting up at short intervalsδιαλείπουσα αφή κατά σύντομα χρονικά διαστήματα
output protected against short circuitsέξοδος προστατευόμενη από τα βραχυκυκλώματα
pad short-circuitingβραχυκύκλωση περιοχής σύνδεσης
short-circuit detectorανιχνευτής βραχυκυκλώματος
short-circuit voltageτάση βραχυκύκλωσης
short-haul linkαστική ζεύξη
short-loop continuous inductive ATC systemαυτόματο σύστημα κινήσεως αμαξοστοιχιών
short-loop continuous inductive automatic train control systemαυτόματο σύστημα κινήσεως αμαξοστοιχιών
short message service cell broadcastκυψελική εκπομπή υπηρεσίας μικρών μηνυμάτων
short passive busβραχεία παθητική αρτηρία
short referenceσύντομη αναφορά
short referenceστοιχειοσειρά σύντομης αναφοράς
short reference mapαπεικόνιση σύντομης αναφοράς
short reference mapping declarationδήλωση απεικόνισης σύντομης αναφοράς
short reference setσύνολο σύντομης αναφοράς
short reference stringσύντομη αναφορά
short reference use declarationδήλωση χρήσης σύντομης αναφοράς
short-termβραχυπρόθεσμος
short term overloadβραχυχρόνια υπερφόρτιση
short term spectral characteristicsβραχυπρόθεσμα φασματικά χαρακτηριστικά
short term statistical characteristicsβραχυπρόθεσμα στατιστικά χαρακτηριστικά
short term symbol rateβραχυχρόνιος ρυθμός συμβόλων
weakness of short keysπροσβλητότητα βραχείας κλείδας