DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Information technology containing load | all forms | exact matches only
EnglishGreek
administrative initial program loadδιοικητική αρχική φόρτωση προγράμματος
artificial loadτεχνητός φόρτος
artificial loadεικονικός φόρτος
artificial loadεικονικό φορτίο
cable termination in the loadτερματισμός καλωδίου στο φορτίο
current at zero loadρεύμα άνευ φορτίου
dummy loadεικονικός φόρτος
dummy loadεικονικό φορτίο
dummy loadτεχνητός φόρτος
independent output loadανεξάρτητο φορτίο εξόδου
inductive loadεπαγωγικό φορτίο
initial program loadαρχικός φόρτος προγράμματος
load-adjusted automatic brakeαυτόματη πέδη λειτουργίας σε συνάρτηση με το φορτίο
load counterμετρητής φόρτου
load counterαπαριθμητής φορτίου
to load from an operating systemφορτώνω από το λειτουργικό σύστημα
load lifeχρόνος ζωής υπό φορτίο
load limit control amplifierενισχυτής ελέγχου αναπλήρωσης δεξαμενών
load mapχάρτης φορτώματος
load outputακροδέκτης φορτίου
load sharing computer networkδίκτυο υπολογιστών καταμερισμένου φορτίου
load-sharing systemφορτομεριστικό σύστημα
to load the call numberφορτώνω τον αριθμό κλήσης
maximum authorized lifting loadμέγιστη επιτρεπτή ανυψωτική ικανότητα φορτίου
memory load commandεντολή φόρτισης μνήμης
net load capacityκαθαρή ανυψωτική ικανότητα
open load detectorανιχνευτής ανοικτού φορτίου
overlay load moduleφορτώσιμο στοιχείο υπέρθεσης
permissible loadεπιτρεπτή φόρτιση
range of loadεύρος φόρτισης
scatter loadφόρτωση σκέδασης
scattered loadφόρτωση σκέδασης