DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Electronics containing υποστήριγμα | all forms
GreekGerman
ελαστικό υποστήριγμαbiegsamer Träger
κυλινδρικό μονωτικό υποστήριγμα με μεταλλικά εξαρτήματαzylindrischer Stützisolator
μονωτικό υποστήριγμαStützisolator
μονωτικό υποστήριγμα εξωτερικού χώρουFreiluft-Stützisolator
μονωτικό υποστήριγμα εσωτερικού χώρουInnenraum-Stützisolator
υποστήριγμα διατηρήσεως των αποστάσεων για πολύκλωνους αγωγούςAbstandhalter fuer Buendelleiter
υποστήριγμα διατηρήσεως των αποστάσεων για πολύκλωνους αγωγούςAbstandhalter
υποστήριγμα ειδικής κατατομήςprofilierter Suszeptor
υποστήριγμα με φριτζίστορFrigistorhalterung
υποστήριγμα σύνδεσηςVerbindungsstueck
ψηφίδα σε μεταλλικό υποστήριγμαChip mig Lötfahne