DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Electronics containing εντός | all forms
GreekEnglish
απορρόφηση εντός μιας ενεργειακής ζώνηςintra-band absorption
διακόπτης εντός-εκτόςon-off switch
διακόπτης εντός-εκτόςinterrupter
ελεγκτήρας εντός/εκτόςon/off controller
εξατμιστής με εναλλάκτη εντός του εδάφουςevaporator with coil buried in the earth
επαφή εντός αδρανούς αερίουcontact in inert gas
θέση λειτουργίας εντόςon position
θέση λειτουργίας εντόςdepressed position
κίνδυνοι από το ραδόνιο εντός των κατοικιώνrisks related to radon in homes
κατάσταση εντόςconducting state
κατάσταση εντόςon-state
ρύθμιση διά πίεση κυμαινόμενη εντός ορίωνpressure limit control
σωληνωτός εξατμιστής εντός του εδάφουςembedded evaporator tubes
σωληνωτός εξατμιστής εντός του εδάφουςembedded coils