DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Government, administration and public services containing απασχόληση | all forms
GreekEnglish
έχω εξωυπηρεσιακή απασχόληση, αμειβόμενη ή μη; ασκώ εξωτερική δραστηριότηταto engage in an outside activity, whether gainful or not
εξωϋπηρεσιακή απασχόληση ; εξωτερική δραστηριότηταoutside activity
υπερωριακή απασχόλησηextra time worked