DictionaryForumContacts

   English
EnglishGreek
to ask to be excused from serving, provided one has legitimate groundsπροβάλλω νόμιμους λόγους για την εξαίρεσή μου από τη σύνθεση συμβουλίου
to be called upon to occupy a post temporarilyκαλούμαι προσωρινά να ασκήσω καθήκοντα
to be entitled toδικαιούμαι
to be entitled to voteέχω δικαίωμα ψήφου
person to be notified in event of accidentπρόσωπο που πρέπει να ειδοποιηθεί σε περίπτωση ατυχήματος
portions of days to be deducted shall be disregardedτα αφαιρετέα κλάσματα ημέρας δεν λαμβάνονται υπόψη