DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Government, administration and public services containing officer | all forms | exact matches only
EnglishGreek
clerical officerυπάλληλος γραφείου
financial officerδημοσιονομικός διαχειριστής
IT officerυπάλληλος πληροφορικής
junior financial officerκατώτερος δημοσιονομικός διαχειριστής
junior medical officerκατώτερος ιατρός σύμβουλος
medical officerιατρός σύμβουλος
principal audit officerκύριος δημοσιονομικός ελεγκτής
principal financial officerκύριος δημοσιονομικός διαχειριστής
principal medical officerκύριος ιατρός σύμβουλος
Principal Scientific or Technical Officerκύριος επιστημονικός ή τεχνικός υπάλληλος
scientific or technical officerεπιστημονικός ή τεχνικός υπάλληλος
Second OfficerΔεύτερος Αξιωματικός
security officerυπάλληλος του προσωπικού ασφαλείας
senior audit officerανώτερος δημοσιονομικός ελεγκτής
senior financial officerανώτερος δημοσιονομικός διαχειριστής
senior medical officerανώτερος ιατρός σύμβουλος
technical officerτεχνικός υπάλληλος
the institution's medical officerΙατρός-σύμβουλος του Οργάνου
voluntary fire officer allowanceεπίδομα εθελοντών πυροσβεστών