German | Greek |
Aberkennung der Versorgungsansprüche | έκπτωση από το δικαίωμα σύνταξης |
Abfindung unter Berücksichtigung der Dauer der Betriebszugehörigkeit | παροχή κατά την αποχώρηση λόγω συμπλήρωσης συντάξιμου χρόνου |
Anschlag auf die Person oder das Vermögen | προσβολή εναντίον προσώπου ή αγαθών |
Anspruch auf Aufsteigen in den Dienstaltersstufen behalten | διατηρώ το δικαίωμα μισθολογικής προαγωγής |
auf dem Abschluss einer höheren Schule aufbauende weiterführende Lehranstalt | ανώτερο εκπαιδευτικό ίδρυμα |
Ausscheiden aus dem Dienst | έξοδος από την υπηρεσία |
Ausscheiden aus dem Dienst | οριστική λήξη των καθηκόντων |
Ausschluss der Erstattung bestimmter Kosten | μη απόδοση ορισμένων δαπανών |
Beachtung der geltenden Gesetze | τήρηση των κειμένων νόμων |
Beamter der Funktionsgruppe AD | υπάλληλος διοικήσεως |
Bediensteter,der ein Praktikum oder ein Stipendium ableistet | ασκούμενος ή υπότροφος |
bei Streitsachen die Befugnis zu unbeschränkter Ermessensnachprüfung haben | έχω πλήρη δικαιοδοσία σε διαφορές |
Beschäftigungsbedingungen für die örtlichen Bediensteten | κανόνες για τον καθορισμό των όρων εργασίας των τοπικών υπαλλήλων |
Beurteilung der Befähigung, Leistung und Führung | έκθεση που αφορά την ικανότητα, την απόδοση, τη διαγωγή και τη συμπεριφορά |
"Beurteilung der Leistungen" Beurteilung der örtlichen Bediensteten | φύλλο αξιολόγησης εργασίας για τους τοπικούς υπαλλήλους |
das Verfahren wiederaufnehmen | επανάληψη της διαδικασίας |
den Anspruch auf die Dienstbezüge verwirken | δεν δικαιούμαι αποδοχών για την αντίστοιχη περίοδο |
den sittlichen Anforderungen genügen | παρέχω εχέγγυα ήθους |
den Wohnort wechseln | αλλάζω τόπο διαμονής |
der Beamte scheidet endgültig aus dem Dienst aus durch: a) Entlassung auf Antrag, b) Entlassung von Amts wegen, c) Stellenenthebung aus dienstlichen Gründen, d) Entlassung wegen unzulänglicher fachlicher Leistungen, e) Entfernung aus dem Dienst | ο υπάλληλος αποχωρεί οριστικά από την υπηρεσία λόγω : παραίτησης, β) έκπτωσης γ) απομάκρυνσης προς το συμφέρον της υπηρεσίας, δ) απόλυσης για λόγους υπηρεσιακής ανεπάρκειας, ε) παύσης |
der Disziplinarrat hat die Durchführung von Ermittlungen veranlasst | το πειθαρχικό συμβούλιο διέταξε τη διενέργεια ανάκρισης |
der zweijährige Steigerungsbetrag | το ποσό της ανά διετία μισθολογικής αύξησης |
die Anordnung ist fehlerhaft | πλημμελής διαταγή |
die Beurteilung mit einem Sichtvermerk versehen | υπογράφω την έκθεση κρίσης |
die erforderlichen Betriebsmittel für die laufenden Geschäftsvorgänge | τα κεφάλαια κίνησης που απαιτούνται για τις καθημερινές εργασίες |
die Lasten eines Familienvorstands tragen | αναλαμβάνω τα οικογενειακά βάρη |
die Zusammensetzung sowie die Einzelheiten der Tätigkeit der Einrichtungen werden von jedem Organ geregelt | η σύνθεση και η λειτουργία των οργάνων καθορίζονται από το κάθε θεσμικό όργανο |
die Zustimmung versagen | αρνούμαι τη χορήγηση άδειας |
Dienstort, Ort der dienstlichen Verwendung | τόπος υπηρεσίας, τόπος διορισμού |
Dienstposten, die besondere Fachkenntnisse erfordern | θέσεις που απαιτούν ειδικά προσόντα |
Dienstwohnung, deren Kosten das Organ traegt | υπηρεσιακή κατοικία τα έξοδα της οποίας βαρύνουν το θεσμικό όργανο |
Dienstwohnung, deren Kosten das Organ trägt | υπηρεσιακή κατοικία, τα έξοδα της οποίας βαρύνουν το όργανο |
ein Strafverfahren gegen den Beamten einleiten | ο υπάλληλος διώκεται ποινικά |
Erhöhung der Versorgungsbezüge | προσαύξηση σύνταξης |
Ermittlungen anordnen, bei denen den Beteiligten Gelegenheit zur Stellungnahme gegeben wird | διατάσσω ανάκριση κατ'αντιμωλία |
Festlegung der dienstrechtlichen Stellung | καθορισμός της υπηρεσιακής κατάστασης |
Finanzierung der Versorgung | χρηματοδότηση του συνταξιοδοτικού συστήματος |
Funktionsgruppe der Assistenten | ομάδα καθηκόντων των βοηθών υπαλλήλων |
Haushalt der Gemeinschaften | Προϋπολογισμός των Κοινοτήτων |
Höchstsätze für die Erstattung der Krankheitskosten | ανώτατα όρια απόδοσης εξόδων υγειονομικής περίθαλψης |
Internationale Vereinigung der ehemaligen Angehörigen der Europäischen Gemeinschaften | Διεθνής Ενωση των Πρώην Υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων |
Kollegium der Leiter der Verwaltungen | Σώμα των προϊσταμένων της Διοίκησης ; προϊστάμενοι της διοίκησης |
Kollegium der Leiter der Verwaltungen | Σώμα των Προϊσταμένων Διοίκησης |
Kollegium der Verwaltungschefs | Σώμα των προϊσταμένων της Διοίκησης ; προϊστάμενοι της διοίκησης |
Krankenfürsorge der Gemeinschaften | κοινοτικό σύστημα υγειονομικής ασφάλισης |
Laufbahngruppe C : Dienstposten mit ausführenden Aufgaben, die Mittelschulbildung erfordern mittlerer Dienst | Κατηγορία C : Καθήκοντα διεκπεραίωσης που απαιτούν γνώσεις πρώτου κύκλου μέσης εκπαίδευσης |
Laufbahngruppe D : Dienstposten mit manuellen oder Hilfstätigkeiten, die Volksschulbildung erfordern einfacher Dienst | Κατηγορία D : Καθήκοντα χειρωνακτικής εργασίας ή εξυπηρέτησης που απαιτούν γνώσεις στοιχειώδους εκπαίδευσης |
Leitfaden für die Beurteilung | οδηγός για τη σύνταξη των περιοδικών εκθέσεων κρίσης |
mit dem reibungslosen Arbeiten der Dienststellen vereinbar | που συμβιβάζεται με την ομαλή λειτουργία της υπηρεσίας |
Monatliches Mitteilungsblatt für das Personal der Gemeinschaften | Μηνιαίο δελτίο του Προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων |
mutmasslicher Tag der Niederkunft | πιθανή ημερομηνία τοκετού |
nicht erstatteter Teil der tatsächlich entstandenen Kosten | το μη αποδιδόμενο μέρος των πραγματικών δαπανών |
Nomenklatur und Schlüsselzahlen für den Personalbogen | κωδικοί αριθμοί και ονοματολογία του δελτίου ατομικών στοιχείων |
ohne Rücksicht auf die Staatsangehörigkeit | ανεξάρτητα από την ιθαγένεια |
Organe der Gemeinschaften | Θεσμικά Οργανα των Κοινοτήτων |
Ort der Einberufung | τόπος πρόσληψης |
Personalstatut der Europäischen Gemeinschaft für Kohle und Stahl | Κανονισμός Υπηρεσιακής Κατάστασης του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ανθρακα και Χάλυβα |
Prüfungsausschuss zu dem Auswahlverfahren | εξεταστική επιτροπή διαγωνισμών |
Qualitätsbeauftragter für das Übersetzungsreferat | ελεγκτής ποιότητας |
Regelung zur Sicherstellung der Krankheitsfürsorge für die Beamten der EG | κανόνες σχετικοί με την υγειονομική ασφάλιση των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων |
Satzung der Euratom-Versorgungsagentur | καταστατικό του Οργανισμού Εφοδιασμού της Ευρατόμ |
Sichtvermerk der zuständigen Stelle | θεώρηση της αρμόδιας αρχής |
Sprache der Gemeinschaft, die als Hauptsprache benutzt wird | κύρια κοινοτική γλώσσα |
spätester Zeitpunkt für den Eingang der Bewerbungen | τελευταία ημέρα για την υποβολή των αιτήσεων υποψηφιότητας |
Staatsangehöriger eines Mitgliedstaats der Gemeinschaften | Υπήκοος Κράτους μέλους των Κοινοτήτων |
Tätigkeitsgebiet der Europäischen Atomgemeinschaft | δραστηριότητα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας |
Unfall auf dem Arbeitsweg | ατύχημα καθ'οδόν από ή προς τον τόπο εργασίας |
unter der Dienstaufsicht von | υπό την εποπτεία' υπό την επίβλεψη' υπό την εξουσία |
Unterbrechung der dienstlichen Tätigkeit | διακοπή υπηρεσίας |
Verbesserung hinsichtlich der Dienstaltersstufe | χρονοεπίδομα' αναγνώριση χρόνου προϋπηρεσίας |
Verfahren für die Wahl | προϋποθέσεις εκλογής |
Vertreter der Ärzteschaft | εκπρόσωπος του ιατρικού σώματος ιατρός |
von der Kommission anerkannte Wiedereingliederungs- oder Umschulkurse | κύκλοι θεωρητικής και πρακτικής μετεκπαίδευσης στον ίδιο ή σε άλλους τομείς που έχουν εγκριθεί από την Επιτροπή |
vor dem Gerichtshof der Europäischen Gemeinschaften als Zeuge aussagen | καταθέτω ως μάρτυρας ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων |
vorläufige Sitze der Gemeinschaften | προσωρινές έδρες των Κοινοτήτων |
vorläufige Versorgungseinrichtung der Organe der Gemeinschaften | κοινό προσωρινό καθεστώς πρόνοιας των Οργάνων των Κοινοτήτων |
Vorsitzender der Untersuchungsgruppe | Πρόεδρος πειθαρχικής εξεταστικής επιτροπής |
vorsätzlich oder fahrlässig die Pflichten gröblich verletzen | διαπράττω με πρόθεση ή από αμέλεια σοβαρή παράλειψη υποχρέωσης |
vorübergehend mit der Verwaltung eines Dienstpostens betraut werden | καλούμαι προσωρινά να ασκήσω καθήκοντα |
zeitweiliges Versagen des Aufsteigens in den Dienstaltersstufen | προσωρινή μισθολογική στασιμότητα |
Zulage für den Familienvorstand | επίδομα αρχηγού οικογενείας |
Änderung der dienstlichen Verwendung | μετακίνηση σε άλλη θέση ή υπηρεσία |
Übertragung der Ansprüche aus der Altersversorgung | εξαγορά των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων |